Thursday, April 21, 2011

Όταν πηγαίναμε στον Επιτάφιο


Ετοιμαζόμαστε, θυμάμαι, από νωρίς. Και μη θαρρείτε ότι γινόταν τίποτα σπουδαίο. Μέσα μας μόνο κάτι περίεργο συνέβαινε. Κάτι μοναδικό, που είχε τη μυρωδιά βιολέτας, τη γεύση της ανάλαδης φακής και αυτή την πένθιμη μελαγχολία του σούρουπου. Όμως πολύ περισσότερο από κάθε μέρα. Ίσως γιατί, τη μέρα αυτή του Επιταφίου, η δύση του ήλιου ήταν πάντα μυστική. Απλώς σκοτείνιαζε και μέσα απ' τα μαύρα σύννεφα, έτρεχαν κι’ έπεφταν στη γη χοντρές, αραιές σταγόνες. Σαν δάκρυα της θλίψης ακριβά…. Και τότε αυτό συνέβαινε: ντυνόμαστε, παίρναμε τα κεριά, κίτρινα πάντα, και ανηφορίζαμε στον χωματόδρομο, ως τις γραμμές του τρένου...

Η νύχτα ήταν πυκνή σαν φτάναμε στο κουρείο του Θανάση. Ήταν ο θείος μας και κράταγε το μαγαζί ανοιχτό, για να μας περιμένει. Μπαίναμε μέσα, μας καλοδεχότανε, μας γέμιζε με χάδια και φιλιά κι αμέσως έπιανε να κουβεντιάζει μυστικά με τη μητέρα. Εμείς ξαπλώναμε στον ψάθινο μεγάλο καναπέ και αρχίζαμε γκριμάτσες στους καθρέφτες. Τεράστιους, κρυστάλλινους, οβάλ, μέσα στην ακριβή κορνίζα, έπιαναν απ' χο πάτωμα σχεδόν, ως το ταβάνι. Στο πάνω μέρος, στην κορυφή, υπήρχαν τα αετώματα με σκαλιστά αγγελάκια. Μπροστά τους οι περίτεχνες ξύλινες κομμωτικές πολυθρόνες, με προεξέχοντα τα αναπαυτικά στηρίγματα ποδιών και τα απαλά πτυσσόμενα μαξιλαράκια.

Ήταν κουρείο κι όμως έμοιαζε, στα παιδικά μας μάτια, σαν ανάκτορο. Με τα μπαρόκ φωτιστικά, τις ξύλινες λακαρισμένες τουαλέτες, με τους γυαλισμένους μπρούντζους, γεμάτες με ξεχωριστά καλλυντικά και ηδονικά μυρωδικά μέσα σε εξαίσια γυάλινα, χρωματιστά δοχεία... Έτσι ξεχνιόμαστε, χαζεύαμε. Και πότε – πότε, βγάζοντας κρυφά από την τσέπη το κλεψιμαίικο κουλουράκι της Λαμπρής, δαγκώναμε, γεμάτοι τύψεις που παραβιάζαμε την αυστηρή νηστεία, μια τόση δα μπουκιά.  Μέχρι που ακούγαμε τις πένθιμες καμπάνες να χτυπούν…

Αμέσως βγαίναμε έξω. Τα καταστήματα έκλειναν σιγά – σιγά, τα φώτα σβήνανε κι ο δρόμος γέμιζε με ήχους εκκωφαντικούς απ’ τις αδέσποτες μεγάλες τρακατρούκες, που έσκαγαν ξαφνικά μπροστά σου, και τους θορύβους των δικτυωτών ρολών που, κατεβαίνοντας, ασφάλιζαν και κλείδωναν τότε τα μαγαζιά... Σε λίγο ακούγαμε από μακριά την μπάντα να παιανίζει πένθιμα κι έφτανε αυτό για να ξαναφουντώσει μέσα μας η ιερή αγωνία για το δράμα του Ιησού. Ύστερα βλέπαμε τα εξαπτέρυγα από μακριά κι ευθύς ανάβαμε τα κίτρινα κεριά, καθώς η λυπημένη ατμόσφαιρα της νύχτας εξέπεμπε μια μελωδία δοξαστική, λυτρωτική, βυζαντινή, εν χορώ, γενναία: Αι γενεαί πάσαι υμνον την ταφήν σου προσφέρουσι, Χριστέ μου...

Και τότε βλέπαμε τον Επιτάφιο, τον πιο ωραίο. Με αψίδες από άσπρα κι άλικα γαρίφαλα που έπαιρναν σχήμα μίτρας ποιμαντορικής μέσα στη λάμψη απ' τα αναμμένα φαναράκια στις γωνιές και στην κορυφή – τα πλαϊνά ανθοστόλιστα με άσπρες και μοβ βιολέτες και πανσέδες. Κι έτσι όπως πέρναγε μπροστά μας μες στη νύχτα, ιπτάμενος, στους ώμους των πιστών, φάνταζε στα αθώα μάτια μας, τα παιδικά,  σαν την «Αγιά Σοφιά», να περπατάει και αυτή ανάμεσα στα πλήθη των πιστών. Αμέσως, ασυνείδητα, με δέος που έφτανε απ’ τη γη ως τον ουρανό, ενώναμε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, τα φέρναμε στο σώμα εμπρός και κάναμε το σήμα τον σταυρού...

 Από την  ανθολογία χρονογραφημάτων του Νίκου Τσαγκρή «Εγώ, Εμείς, Αυτοί είμαστε» (εκδόσεις Καστανιώτης)

Sunday, April 17, 2011

Στιγμές..

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1896 για την χρεωκοπία



Τις ημύνθη περί πάτρης;
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.
Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλευταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ' εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι «γυφτοχαρατζήδες», τώρα σε «αθεώνουν» οι βουλευταί κ' οι δήμαρχοι.
Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ' τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, ον ήθελαν παρουσιάσουν.
Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού...
Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθοράν, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ' επιδεξιώτερον τον κόθορνον.
Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.
Πηγή: www.newstrap.gr

Wednesday, April 13, 2011

Ο κόκκινος Ντάνυ

Ένας χρόνος χωρίς τον Μάνο..




Thursday, April 7, 2011

Ανεκπλήρωτο..




Αν κάναμε Έρωτα, τότε, θά 'ταν μια μεταφυσική εμπειρία. Θα βούλιαζε ο Χρόνος στην αγκαλιά του Τώρα, θα χάνονταν το Τίποτα στο Πάντα, θα Καίγονταν το Σκοτάδι, ο Παράδεισος θα γκρέμιζε τον Άδη. Αν κάναμε Έρωτα, τότε, θα ήταν ένα Ποίημα χωρίς λόγια, αλλά με Xρώματα. Θά 'τανε χίλια Αρώματα. 
Αν κάναμε Έρωτα. Τότε. Αν. Μη μιλήσεις τώρα. Μην πεις "αν", ούτε "γιατί". Τώρα, σιωπή. Δεν εκδικούνται οι σκοτωμένοι Πόθοι. Μη.

http://mavrosgatos.blogspot.com

Monday, April 4, 2011

Αγάπη



Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότητα,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος. 



Κώστας Καρυωτάκης

Δεν είμαι τέρας σου λέω-Ένα παιδικό βιβλίο για το σύνδρομο Άσπεργκερ


Είναι πολλά πράγματα που περνάνε από το μυαλό μου. Η αλήθεια είναι πως περιμένω με αγωνία πώς θα δουν αυτό το βιβλίο οι αναγνώστες που έχουν γνωρίσει από κοντά ή ζουν με άτομα με το σύνδρομο Άσπεργκερ. Έχω ακόμα μια τεράστια περιέργεια πώς τα ίδια τα άτομα -παιδιά με το σύνδρομο- θ' αντιδράσουν σε αυτό το βιβλίο.
Αν και το ίδιο το βιβλίο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα επιστημονικό βιβλίο που παρουσιάζει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου, εντούτοις έχει γίνει μια προσπάθεια να φέρει τα παιδιά σε μια πρώτη επαφή με κάποια από τα χαρακτηριστικά.
Ένα άτομο με σύνδρομο Άσπεργκερ-ένα παιδί μιας και παιδί είναι ο ήρωας, μπορεί να μην είναι ο καλύτερος σου φίλος ή ο μαθητής που ονειρεύετεται, αν μου επιτρέπεται να πω κάτι τέτοιο, κάθε δάσκαλος. Είναι όμως ένα παιδί που θα  ήθελε να γνωρίζεις τι πραγματικά είναι, για να μπορείς να δώσεις και να πάρεις όπως γίνεται με όλα τα παιδιά.
Δυστυχώς οι περισσότερες δυσκολίες προκύπτουν από την άγνοιά μας.
Ήθελα να φτιάξω έναν ήρωα που μπορεί να μην είναι τυπικός Άσπεργκερ, αλλά να είναι ένα ήρωας που σου ζητάει να τον συμπαθήσεις και τελικά να τον αγαπήσεις. Γιατί όλα ανεξεραίτως τα παιδιά θέλουν την προσοχή και την αγάπη μας.  Εδώ που τα λέμε και μεις οι μεγάλοι αυτό θέλουμε.
Ελπίζω αυτό το βιβλίο να βοηθήσει -στο βαθμό που γίνεται- άλλους ανθρώπους και κυρίως παιδιά να συνειδητοποιήσουν σιγά σιγά πως η διαφορετικότητα είναι προνόμιο. Και το έχουμε όλοι μας αυτό. Γιατί όλοι είμαστε διαφορετικοί.

Ο ΑΓΑΠΙΟΣ
Το ξεκίνημα

Ήταν η κουβέντα της Λαμπρινής. "Γράψε για το Άσπεργκερ". Ύστερα οι σκέψεις, οι προσπάθειες, οι αναβολές.. Δε θα το κάνω, είχα πει. Και όμως τελικά, το έκανα.
Το βιβλίο αυτό ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2009. Γράφτηκε στα πιο απίθανα μέρη-αυτό δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο-πάρκα-καφετέριες-στο αυτοκίνητο-στο σπίτι-σε παραλίες-στο τρένο-σε σπίτια φίλων, σε αίθουσες αναμονής.
Ύστερα ήρθαν τα θετικά σχόλια της Ελένης-μέσα από ένα τηλεφώνημα που πήρα ενώ βρισκόμουν στο χώρο στάθμευσης ενός εμπορικού καταστήματος και η φράση που πάντα της θυμίζω από εκείνο το Δεκέμβρη: "Its gonna be a huge success!". Γελάμε. Πάντα γελάμε.
Ταυτόχρονα, η άποψη της μητέρας μου. Στη συνέχεια, ο δρόμος που καλά γνωρίζω. Αυτός των εκδόσεων. Η πρώτη θετική απάντηση της Αριάδνης και αργότερα της Αγγελικής.
Το Σεπτέμβριο του 2010- μια όμορφη Παρασκευή- το τηλεφώνημα της Αγγελικής: "Ξεκινάμε!"
Έξι μήνες μετά. Μάρτιος 2011. Σε λίγες μέρες μαζί με μένα και άλλοι άνθρωποι, άγνωστοι σε μένα, θα ξεφυλλίζουν το χειρόγραφο των πάρκων, της παραλίας, της καφετέριας, του τρένου, του αυτοκινήτου, της αίθουσας αναμονής, που έγινε βιβλίο...

Παναγιώτα Πλησή

http://deneimaiterassouleo.blogspot.com