Του Αλέκου Λασκαράτου
Τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Λιβύη μου έφεραν στο νου τον ποιητή και πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου (1927-1985), ο οποίος πέρασε τρία χρόνια (1961-1963) στη Βεγγάζη της Λιβύης ως γυμνασιάρχης στο εκεί ελληνικό γυμνάσιο.
Ο Γ. Ιωάννου, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του πορεία ως ποιητής (Ηλιοτρόπια, 1954, Τα χίλια δέντρα, 1963), αλλά από το 1964 στρέφεται οριστικά στην πεζογραφία, με πρώτο έργο τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο. Παράλληλα μελετά τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφει και εκδίδει δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών (Καραγκιόζης). Μετέφρασε επίσης έργα της κλασικής γραμματολογίας, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Κύρια όμως λογοτεχνική ενασχόλησή του υπήρξε η πεζογραφία, στην οποία καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, που επηρέασε αρκετούς μεταγενέστερους λογοτέχνες. Τα κυριότερα πεζά του είναι: Για ένα φιλότιμο, Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, To δικό μας αίμα, (1978 Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας), Επιτάφιος Θρήνος, Κοιτάσματα, Ομόνοια, Πολλαπλά κατάγματα, Εφήβων και μη, Εύφλεκτη χώρα, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Ο της φύσεως έρως
Οι ειδικοί περί τη λογοτεχνία θα σας πούν ότι η τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Ιωάννου είναι η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, η διάσπαση του αφηγηματικού θέματος και η σύνθεση του χρόνου. Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή όχι (έτσι κι’αλλιώς δεν τα καταλαβαίνω αυτά) το θέμα είναι ότι τα κείμενα του Ιωάννου έχουν ένα τελείως προσωπικό στύλ που σε μαγνητίζει, είναι λίγο σουρεαλιστικά καμμιά φορά και αποπνέουν μια ιδιαίτερη μοναξιά και τρυφερότητα.
Ο Γ.Ι. έγινε πολύ γνωστός και διαβάστηκε από πολλούς μετά τη πτώση της χούντας. Τιμώντας αυτόν τον υπέροχο και τόσο σεμνό και αθόρυβο συγγραφέα, παραθέτω ένα διήγημά του γραμμένο στα χρόνια της Βεγγάζης δηλαδή πριν από 50 χρόνια. Είναι εντυπωσιακό πόσο σύγχρονο και προφητικό είναι αυτό το κείμενο.
"Τζέλντεν" του Γιώργου Ιωάννου
(από τη συλλογή διηγημάτων "Η μόνη κληρονομιά", Κέδρος, 1982)
Στον Χρήστο Ζιώγα,
σύντροφο της ερήμου
Είχαμε πάλι διακοπές. Τώρα ήταν το μπαϊράμι τους. Γυρνώντας όλη μέρα στους δρόμους, τα παζάρια, το ζωολογικό κήπο, καθόλου δεν κατάφερα να βρω το κέφι μου. 'Αλλωστε έξω ούτε να φας ούτε να πιεις είναι εύκολο. 'Ετσι και μασουλάς ή καπνίζεις, οι αλαλιασμένοι απ' τη νηστεία μουσουλμάνοι σε κοιτούνε με μάτι σκοτεινό, όλο αποσταγμένο φανατισμό και απώθηση. Αν αποτελούν κοπάδι, καταλαβαίνεις ότι κάτι λένε μεταξύ τους για σένα. Σε βρίζουνε, χωρίς αμφιβολία. Το να γιορτάζεις και τις δικές σου και τις αράπικες γιορτές και να 'σαι μόνος εδώ πέρα, πάει πραγματικά πάρα πολύ. Κοίταζα στο δωμάτιο τα αραδιασμένα μπουκάλια με το ουίσκι -δώρα που βρήκα έξω απ' την κατάκλειστη πόρτα μου τη μέρα της γιορτής μου- και ήξερα πολύ καλά τι θα γίνει και πάλι. Τελικά, ψιθύρισα την απόφασή μου: "Ας πάω στο Τζέλντεν, στης ESSO τις πηγές".
Το βραδάκι, κιόλας, την ώρα που τα μεγάφωνα του μιναρέ άπλωναν την ψαλμωδία του μουεζίνη στις γειτονιές κι οι αραπάδες έτρωγαν μέσα στα σπίτια τους αρπαχτικά σαν λύκοι, έτρεχα στο δρόμο το δυτικό όσο σήκωνε το δανεικό λαντρόβερ μου. 'Ετρεχα και σε λίγο έπιανα τον εαυτό μου να τραγουδάει ξέφρενα κάτι δικά μου επαναστατικά κι ύστερα μόρτικα τραγούδια. Η ανοστιά με ταχύτητα διαλύονταν. Ψυχή δεν ήταν στο δρόμο -τόσο το καλύτερο. 'Ολα τα τροχοφόρα σπεύδουν να εξαφανιστούν από τις αρτηρίες της ερημιάς πολύ προτού πλακώσει το σκοτάδι. Μοναχά τρελοί ταξιδεύουν αυτές τις ώρες. Η έρημος δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται.
Η άμμος ξάσπριζε συνέχεια στα πλάγια μου, καθώς την έπιαναν τα φώτα ξυστά. Χαμηλοπόδαρα ποντίκια και αλεπούδες μου 'κοβαν οι γρουσούζες διαρκώς το δρόμο. 'Οσες πρόφταινα, τις έλιωνα με ηδονή ερωτική σχεδόν. Εκείνος ο ηθοποιός -αλήθεια, πώς τον έλεγαν;- δεν έπαιζε και τόσο άσχημα τον Ρόμμελ. Μόνο που ο στρατάρχης ήταν όμορφος, σε τίποτα δεν θύμιζε αλεπού της ερήμου. 'Ομως τι φταίει ο ηθοποιός; Τους τίτλους τελικά άλλοι τους δίνουν. Για λίγο αφαιρέθηκα κι ύστερα πάλι πήρα ν' αμφιβάλλω, αν τρέχω ακόμη πάνω στη στενή άσφαλτο της εποχής του Ντούτσε. Ορισμένοι θέλουν να πουν πως ο ατέλειωτος αυτός δρόμος ένωσε τους αυτόχθονες σε ένα έθνος. Αυτό ίσως να 'ναι κάπως σωστό, όμως πιο σωστό είναι το άλλο. Ο ένδοξος -με τα φασιστικά μέτρα- στρατάρχης Γκρατσιάνι έριχνε συστηματικά δηλητήριο στα σπανιότατα πηγάδια της ερήμου για να κάμψει, λέει, την αντίσταση των εντόπιων. Πράγματα φοβερά έγιναν τότε γύρω απ' τα πηγάδια. Ομαδικές κραυγές, που δεν έφτασαν ποτέ πουθενά κι άγριες συστροφές πτωχών κορμιών πάνω στην καυτή άμμο. Για τους μάρτυρες αυτούς είναι στημένα σήμερα τα πιο ακριβά όσο και άκομψα μνημεία. Η έρημος με τα πηγάδια του πετρελαίου της χαρίζει τώρα άφθονα λεφτά, που ούτε στα παραμύθια δεν τα είχαν φανταστεί οι παλιότεροι. Κι όμως οι εντόπιοι όσο πάει χειροτερεύουν.
'Ετρεχα, μα ο τελευταίος άνεμος κι ο χρόνος είχε καλύψει για καλά την άσφαλτο με μια άσπρη τριζάτη αμμούδα κι έτσι ο δρόμος δεν καλοξεχώριζε απ' την ατόφια έρημο. Με τέτοια ταχύτητα μπορείς κάλλιστα να ξεστρατίσεις, κι όταν συνέρθεις, θα έχει πια συμβεί το ανεπανόρθωτο βούλιαγμα. Εκτός αυτού, είναι μεγάλος φόβος να χωθείς με τη μούρη σε κανέναν αόρατο αμμόλοφο, που τον έχει σωριάσει πρόσφατα ο αέρας πάνω στη δημοσιά. Να χτυπήσεις ή να πυρποληθείς. 'Η απλώς να χαλάσεις και να σε βουτήξουν οι μυθικοί τουαρέγκ, κι αφού σου κάνουν όλα τα διαθρυλούμενα, να σου κόψουν μετά τα απαυτά σου, και να κάμνεις εφ' όρου ζωής αέρα στον αρχηγό τους.
Παρ' όλα αυτά, πού και πού σταματούσα ν' αφουγκραστώ με απόλαυση. Απέραντη ησυχία, μεθυστική. Δεν ξεπέζευα όμως, έτρεμα τα πούμας. Σου ρίχνονται αιφνιδιαστικά με τα λαμπερά μάτια τους μέσα στο σκοτάδι.
Στην Ατζεντάμπια, με αρκετή δόση αηδίας, ήπια έναν πηχτό χυμό, έβαλα κι άλλη μπενζίνα και ρίχτηκα ξανά προς τη δύση. Ζέστη φριχτή. Θέλεις όλο να τρέχεις για να σε φυσάει. 'Ετσι αποσυνθετικά, χαυνωμένα, είναι εδώ όλα τα χαμηλά μέρη, όταν μάλιστα απέχουν έστω και λίγο από τη θάλασσα. Πάλι ερημιές και πάλι μοναχά ο μονότονος δρόμος μπροστά μου.
Στη Μάρσα Μπρέγκα, κουτσοχώρι παραθαλάσσιο, όλα ήταν θεοσκότεινα. 'Αραξα σύρριζα στο πεζούλι ενός βρωμερού αστυνομικού σταθμού για να τσιμπήσω κάτι. 'Ενιωσα τη μπαλαντέζα και το οδυνηρό λευκό φως της με ξέκοψε ολότελα απ' τα γύρω σκοτάδια. Βγήκε ένας γεροδεμένος χωροφύλακας -σαλάμ αλέκουμ- χαιρετιστήκαμε. Τους χώνεψα κάπως τους χωροφύλακες εδώ, μας φέρνονται πολύ με το γάντι. Δεν είναι όμως έτσι βολικοί και για τους ομοεθνείς τους -αιώνια ιστορία αυτή. Τους έχω με τα μάτια μου δει να δέρνουν στα μουλωχτά πολίτες στις γωνιές των νυχτερινών δρόμων. Κάτι του πρόσφερα από τα εδέσματα κι αυτός αμέσως βιάστηκε να μου κάνει το ορίστε, να κοιμηθώ εκεί. Αρνήθηκα. Δεν είχα καμία όρεξη να με φαν οι ψύλλοι. Αλλά, μαθημένοι όλοι τους, σ' όλα τα μήκη και πλάτη, να συμμαζεύουν τουρίστες. Θυμήθηκα έντονα έναν δικό μας στο 'Αγιον 'Ορος, που με ικέτευε ο καψερός να παίξουμε χαρτιά, τάβλι ή οτιδήποτε άλλο. Μισώ τα χαρτιά και το τάβλι.
'Ετρωγα και τουρτούριζα. 'Επεφτε η περίφημη παγωνιά της ερήμου. Ας όψεται ο εξυπνάκιας ο πρεσβευτής που δεν είχα φέρει το ωραίο καμηλό παλτό μου απ' την πατρίδα. Στο υπουργείο Εξωτερικών, όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να πάρω πανωφόρι, μου έκανε δηκτικά: "Αν έχετε...". Η ειρωνία αυτή, μαζί μ' εκείνα που μας έλεγε η δασκάλα, πως στην Αφρική ψήνει ο ήλιος το ψωμί, μ' έκαναν να παρατήσω το βαρύ πανωφόρι. Η ευπιστία μου μερικές φορές όρια δεν έχει.
Βγαίνοντας απ' τη Μάρσα Μπρέγκα ξεπρόβαλε αριστερά μου ο δρόμος για την καρδιά της ερήμου, φαρδύς αυτός και κατάμαυρος. Ο ιδιωτικός δρόμος της ESSO. 'Εβαλα πλώρη για το νοτιά. 'Εβλεπα κιόλας δυο φαρδύτατους αγωγούς κι ένιωθα σίγουρος για την ορθή κατεύθυνση. Ο ένας τους κατεβάζει πετρέλαιο στο λιμάνι κι ο άλλος ρουφώντας φέρνει νερό απ' τη θάλασσα για να καλύπτονται, λέει, τα κενά, που δημιουργεί η εξαντλητική άντληση μέσα στης γης τα σπλάχνα. 'Ενας Θεός ξέρει τι προβλήματα θα δημιουργήσουν όλες αυτές οι επινοήσεις μετά απ' τα χρόνια μας. Δεξιά μου, ατέλειωτα τηλεγραφόξυλα χωρίς ακόμα σύρματα, ίδιες κρεμάλες. Ο ουρανός ασήκωτος, από ώρα ύφαινε κάτι. Το στομάχι μου κιόλας πονούσε. Κι αν πιάσει καμία από κείνες τις καταιγίδες τις τροπικές, τι γίνομαι ολομόναχος; Βέβαια, την άλλη μέρα ο ξερός τόπος ξαφνικά θα πρασινίσει και θ' ανθίσει. 'Εντομα κι άπειρα πουλιά θα εμφανιστούν. 'Ομως εσύ θα κείτεσαι κατακεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι. Τι τις ήθελα αυτές τις ερημιές; 'Ομως για να γυρίσω πίσω τώρα ήταν πολύ αργά. Πρώτα πρώτα δεν έφτανε η μπενζίνα. Κι ύστερα αυτό που ήθελα να ξεφύγω, οπωσδήποτε δεν θα το ξέφευγα.
Βαθιά, πολύ βαθιά, ο ορίζοντας ήρεμα και σταθερά ροδοκοκκίνιζε. Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι. Μου ήρθε στο νου ο Καρκαβίτσας με την κατάλληλη πια μόνο για τα σχολεία Γοργόνα του. Ώρες ήταν ν' αρχίσω κι εγώ σαν εκείνον τα γελοία οράματα. Εντούτοις, η ανεξήγητη κοκκινίλα μου 'δωσε κάποιο κουράγιο και παρ' όλες τις βαριές σταγόνες, που μάζευε κιόλας το παρμπρίζ, μπόρεσα με ανακούφιση να ξεχωρίσω κάπου ένα μικρό άστρο. 'Ολα θα παν καλά -αναφτερώθηκα. 'Ετσι γίνεται πάντα. Στην αρχή μας απελπίζει ένα ασήμαντο σύννεφο και στο τέλος μας παρηγορεί ένα θαμπό άστρο.
Κάποτε στα δεξιά μου ξεπετάχτηκε μια αμερικάνικη εγκατάσταση, κάποιοι μπράδερς. 'Εκανα όπισθεν κι ύστερα μπήκα θριαμβικά παρά τις φωνάρες και τις χορευτικές χειρονομίες ενός αράπη φύλακα με κελεμπίες και γκλίτσα. Τράβηξα για το μεγάλο τροχόσπιτο όπου έβλεπα φως. Η πόρτα του μισάνοιχτη. Καμιά δεκαριά θηριώδεις αμερικάνοι, αμίλητοι κι ανέκφραστοι, κάθονταν σε καρέκλες με ψηλά ακουμπιστήρια γύρω από ένα βαρυφορτωμένο με κονσέρβες και μπουκάλια τραπέζι. Τους χαιρέτησα κι αμέσως ζήτησα τον αρχηγό. Πήγαινα στα πετρέλαια κι ήθελα να κοιμηθώ κάπου, είπα. Απάντηση καμία ούτε καν βλέμμα. Ξαναμίλησα χαμογελαστά. 'Ενας δυο πήρανε τα βοδίσια μάτια τους απ' τον αφαλό τους και τα στρέψανε προς εμένα. Στο μεταξύ άρχισα να διακρίνω κι άλλα πράγματα. Πώς όμως να υποχωρήσω τώρα και πού να πάω με την κούραση αυτή και την καταιγίδα, που απειλεί να κορώσει τον αιθέρα; Ξυπνητός είμαι ή βλέπω πάλι κανέναν εφιάλτη; Τώρα θα με σφάξουν, τώρα θα με μακελέψουν και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει.
'Ενα χέρι έπεσε πίσω στον ώμο μου μαλακά. 'Ηταν ένας αράπης -γκαρσόνι ή μάγειρας. Μ' έκαμνε χαμογελαστά με το δάχτυλο να σωπάσω. Λες να προσεύχονται; αναρωτήθηκα. Και ποιος άραγε θεός τους ακούει; Ο αράπης με πήγε στο τροχόσπιτό του, μ' έβαλε στο γιατάκι του και γυρνώντας σε λίγο μου κουβάλησε του κόσμου τα καλά. Θα ήμουν ψεύτης, αν έλεγα πως δε σιχαινόμουν. Πιάσαμε κουβεντολόι ψιλό, θα ήταν τρεις τη νύχτα. Μακριά βροντούσε απαίσια. Είχε μία αξιοζήλευτη κοψιά, σαν χωρικός δικός μας. Γελούσε με τους αμερικάνους πονηρά -ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα ματάκια- δεν ομολογούσε τίποτε όμως. Πάντως, μέσα σε μένα γύριζε και ξαναγύριζε, το τραγουδάκι:
"Κοίταξε τριγύρω οι μάγκες,
κάνουν όλοι τουμπεκί..."
Το πρωί έγινα καπνός για το Τζέλντεν. Τώρα, συχνά πυκνά σταματούσα και κατέβαινα. Είναι συγκινητικό ν' αφήνεις κάτι απ' τον εαυτό σου στην έρημο. Μυστήριο όμως για πότε μαζεύονται εκείνες οι γυαλιστερές πράσινες μύγες. Θυμήθηκα το τροπάριο: "Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε...". Ο καθαρός μυρωμένος αέρας σχεδόν με ζάλιζε. "Καλόν εστι ώδε μείναι...". 'Οταν αρχίζει η βροχή, ποιος ξέρει τι μοσκοβολιά θα ξεσηκώνεται. Ο δρόμος λυγερός σα φίδι, όχι όμως άσφαλτος πραγματική. Είχαν πατήσει με οδοστρωτήρες την άμμο κι έριξαν πάνω της μετά μπόλικο μαζούτ. Φυσικά ήταν κατάμαυρος κι ας ήταν πασπαλισμένος με αμμούδα. Δε θα μπορούσε άραγε να γίνει κατακόκκινος μ' ένα σπίρτο; Σ' ένα σημείο ανηφορικό φαινόταν καθαρά πως είχαν ανοίξει τη δίοδο με μπουλντόζες και φουρνέλα. Αποκεί πάνω ξανοιγόταν ένα αχανές βαθύπεδο, τουλάχιστο όσο η Θεσσαλία. Καπνοί ξεχώριζαν στα βάθη, ομίχλες τοπικές -ζύγωνα στα πετρέλαια. Η έρημος είχε άλλη όψη τώρα. 'Αμμος σχεδόν πετρωμένη και λόφοι ξεκομμένοι σε αλλόκοτα σχήματα. Ο ζαρωμένος λαγός, το τεντωμένο πέος, η καθιστή πάπια, ο τουρλωμένος πισινός, η αφηρημένη γάτα και κάτι άλλοι σαν τεράστιες πυραμίδες κλιμακωτές, φαγωμένες απ' την άμμο και τη θύελλα. 'Αραγε αποδώ οι αρχιτέκτονες του Φαραώ είχανε πάρει τα σχέδιά τους;
Πάντως, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους βραχώδεις λόφους, δέσποζε ένας πιο φαρδύς και πιο ψηλός, ίδιος με τραπέζι τεράστιο. "Το τραπέζι με τους αμερικάνους" συλλογίστηκα και έπαψα να θέλω να πλησιάσω. 'Αλλωστε, πυκνές φωτιές έκαιγαν σ' όλο το βαθύπεδο. 'Αλλες ψηλές σε καμινάδες κι άλλες πάνω στο έδαφος, στα ριζώματα ιδίως του τραπεζόμορφου βράχου. Αυτή λοιπόν ήταν η κοκκινίλα που τόσο με είχε παραξενέψει από μακριά. Θυμήθηκα τις δικές μας παρόμοιες φωτιές -σχετικά πολύ λίγες. Μία έξω από την Αθήνα κι άλλη μία στη Σαλονίκη μας. Στα γραφεία μου 'δωσαν και τον απαραίτητο έλληνα για ξεναγό, μάλλον όμως για επιτηρητή. Να με προσέχει να μη βάλω καμία φωτιά επίτηδες ή από λάθος. Ωραίο και τιμητικό να σε θεωρούν ύποπτο και ικανό για όλα. Πάντως, είδα πηγάδια σε λειτουργία, πηγάδια που τα καθάριζαν κι άλλα καινούρια, ακόμα αδάμαστα, απόπου πετιόταν σαν αρτεσιανό το πετρέλαιο. Κι εκείνα τα θεόρατα τρυπάνια που μ' ανοιχτά τα σκέλια βιάζουν βάναυσα τη γη. Ξαπλώθηκα ανάσκελα και τα φωτογράφιζα. Μ' έπιασε ναυτία, έκανα εμετό, το παν βρωμοκοπούσε γκαζίλα. Ο οδηγός μου είπε πως όταν αλλάζει ο αέρας και φέρνει όλα τα αέρια καταπάνω τους, πολλοί λιγοθυμάνε.
Στο μεταξύ διάφοροι αγριάνθρωποι απ' το Τέξας περνούσαν με αλαζονεία από δίπλα μας. Κοιτάζοντας εγώ επίμονα χάμω, γρήγορα ανακάλυψα πως η άμμος ήταν παραγεμισμένη με απολιθωμένα ξύλα και βαριά κόκαλα. Τα ξύλα ιδίως έμοιαζαν πολύ πιο αληθινά απ' αυτά τα ξασπρουλιάρικα του καταληστεμένου δάσους της Μυτιλήνης. Θαρρείς και μόλις είχαν αποκοπεί από το δέντρο. Ψάρια μικρά και κογχύλια άπειρα κείτονταν δίπλα στα φρέσκα πηγάδια, χάνοντας από στιγμή σε στιγμή τη λαμπράδα τους. Τα είχαν τραβήξει απ' τα παρθενικά σπλάχνα της ερήμου, που όχι σπάνια αντί για πετρέλαιο αναβλύζουν κρυσταλλένιο νερό. Γελάω τώρα με τις εφημερίδες, όταν βλέπω να παρουσιάζουν για σπουδαίο νέο την ανακάλυψη απολιθωμένων ψαριών μέσα στην έρημο. Ποιος όμως δίνει λογαριασμό στους ταλαίπωρους δημοσιογράφους;
Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου. "Από πού είσαι;" ρώτησε. "Από την Ελλάδα", είπα με λαχτάρα. "Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;" έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. "'Ισως να το 'κανε για πλάκα", μουρμούριζε μουδιασμένα.
Δίπλα σ' ένα πηγάδι που το καθάριζαν βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά χάρτινα σακιά γεμάτα με κάτι. Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και στεγνοί σαν λελέκια, ακουμπούσαν με ύφος ταπεινό πάνω στα σακιά. Σίγουρα είχαν έρθει ως εδώ για να ζητιανέψουν. Είχαν τυλιγμένο το κεφάλι και σχεδόν όλο το πρόσωπο μ' ένα άσπρο πανί. Τουαρέγκ θα ήταν. Μόλις έκαμνα να τους πάρω φωτογραφία, αυτοί γύριζαν αυτομάτως αλλού. Στο τέλος απελπισμένος πλησίασα κι εγώ τα σακιά. ''Ηταν γεμάτα -και το γράφαν απέξω καθαρά- χώμα της Μυκόνου, κατάλληλο, λέει, για τρυπάνια. Δε φτάνει που δε μας άφησαν οικόπεδο για οικόπεδο στην πατρίδα, δε φτάνει που την καημένη τη Μύκονο την έχουν χέσει πατόκορφα, κουβαλούνε τώρα και το χώμα της στη Σαχάρα. 'Ετσι θα μας χώσουν κι εμάς καμιά μέρα, όταν τους χρειαστεί, όλους μας μές στη γη.
Το μεσημεράκι στο τροχόσπιτο του έλληνα δεν μπορούσα να βάλω τάξη στον εαυτό μου, παρόλο που ο φίλος έπιασε Αθήνα στο ράδιο για να μ' ευχαριστήσει. 'Ετσι θαρρούσε ο άνθρωπος. Του είπα καθαρά και ξάστερα ότι για την ώρα τουλάχιστο η Αθήνα εμένα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ περισσότερο το ράδιό της. Είχα μαζί μου ένα τομίδιο με γραψίματα του Σκιαθίτη. Το άνοιξα κι αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι: "...Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων..."
Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; Μπορούσα να μείνω όσες μέρες θέλω. "Τι Μύκονος, τι Σκιάθος...", του πέταξα. Δεν με κατάλαβε. "Τόση ζέστα κι ούτε ένας τζίτζικας", ξαναείπα. Συμφώνησε απρόθυμα. Αλλού ήταν ο νους του. "Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους", κραύγασα κι έτρεξα στ' αμάξι. "Μα γιατί;" φώναζε ο φίλος το κατόπι μου.
Και σ' όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: "Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι".
Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου. "Από πού είσαι;" ρώτησε. "Από την Ελλάδα", είπα με λαχτάρα. "Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;" έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. "'Ισως να το 'κανε για πλάκα", μουρμούριζε μουδιασμένα.
Δίπλα σ' ένα πηγάδι που το καθάριζαν βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά χάρτινα σακιά γεμάτα με κάτι. Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και στεγνοί σαν λελέκια, ακουμπούσαν με ύφος ταπεινό πάνω στα σακιά. Σίγουρα είχαν έρθει ως εδώ για να ζητιανέψουν. Είχαν τυλιγμένο το κεφάλι και σχεδόν όλο το πρόσωπο μ' ένα άσπρο πανί. Τουαρέγκ θα ήταν. Μόλις έκαμνα να τους πάρω φωτογραφία, αυτοί γύριζαν αυτομάτως αλλού. Στο τέλος απελπισμένος πλησίασα κι εγώ τα σακιά. ''Ηταν γεμάτα -και το γράφαν απέξω καθαρά- χώμα της Μυκόνου, κατάλληλο, λέει, για τρυπάνια. Δε φτάνει που δε μας άφησαν οικόπεδο για οικόπεδο στην πατρίδα, δε φτάνει που την καημένη τη Μύκονο την έχουν χέσει πατόκορφα, κουβαλούνε τώρα και το χώμα της στη Σαχάρα. 'Ετσι θα μας χώσουν κι εμάς καμιά μέρα, όταν τους χρειαστεί, όλους μας μές στη γη.
Το μεσημεράκι στο τροχόσπιτο του έλληνα δεν μπορούσα να βάλω τάξη στον εαυτό μου, παρόλο που ο φίλος έπιασε Αθήνα στο ράδιο για να μ' ευχαριστήσει. 'Ετσι θαρρούσε ο άνθρωπος. Του είπα καθαρά και ξάστερα ότι για την ώρα τουλάχιστο η Αθήνα εμένα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ περισσότερο το ράδιό της. Είχα μαζί μου ένα τομίδιο με γραψίματα του Σκιαθίτη. Το άνοιξα κι αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι: "...Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων..."
Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; Μπορούσα να μείνω όσες μέρες θέλω. "Τι Μύκονος, τι Σκιάθος...", του πέταξα. Δεν με κατάλαβε. "Τόση ζέστα κι ούτε ένας τζίτζικας", ξαναείπα. Συμφώνησε απρόθυμα. Αλλού ήταν ο νους του. "Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους", κραύγασα κι έτρεξα στ' αμάξι. "Μα γιατί;" φώναζε ο φίλος το κατόπι μου.
Και σ' όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: "Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι".
www.protagon.gr
No comments:
Post a Comment