Thursday, March 31, 2011

Διάλεξη και συναυλία από την κιθαρίστρια Εύα Φάμπα

Ναι η κιθάρα είναι ένα όργανο πολυαγαπημένο. Μικροί και μεγάλοι θέλουν να μάθουν να παίζουν και να δημιουργούν μουσικά κομμάτια χτυπώντας τις έξι χορδές της. Πως όμως θα προσεγγίσουν το όργανο αυτό σε βάθος;


Πως θα καταφέρουν να ανοίξουν την πόρτα σε έναν άλλο μουσικό κόσμο όχι και τόσο γνωστό, τον πλούσιο κόσμο της μουσικής γραμμένης για κιθάρα;  Και εστιάζοντας  στην παιδική ηλικία,   τι κομμάτια, τι μουσικό υλικό υπάρχει γραμμένο για παιδιά που μαθαίνουν κιθάρα;    Είτε ακόμα και για μεγάλα παιδιά με μουσικές ευαισθησίες;
Σε αυτό το ευαίσθητο θέμα που έχει να κάνει με "κιθαρίστες" μικρής ηλικίας και την μουσική τους  εκπαίδευση  επέλεξε να αναφερθεί η κιθαρίστρια Εύα Φάμπα στην διάλεξή της  τo  Σάββατο  2  Απρίλη, ώρα 12.30μμ στον ΙΑΝΟ (Σταδίου 24)

Μουσική για κιθάρα, γραμμένη για παιδιά. Δημήτρης Φάμπας, Jorge Cardoso, Nikita Koshkin
Το θέμα αυτό γίνεται πολύ ενδιαφέρον μέσα από τις μουσικές τριών συνθετών του Έλληνα Δημήτρη Φάμπα, του Ρώσου Nikita Koshkin και του Αργεντινού Jorge Cardoso, δηλαδή τις "μελωδίες" του πρώτου, τους "μασκαράδες" του δεύτερου και τις "σουίτες για παιδιά" του τρίτου ειδικά γραμμένες για τα παιδιά που μαθαίνουν κιθάρα.
Eνα νέο ρεπερτόριο για την κιθάρα ειδικά γραμμένο για παιδιά.
Την διάλεξη θα ακολουθήσει συναυλία όπου μια ομάδα μικρών και ταλαντούχων κιθαριστών, μαθητών της Εύας Φάμπα θα  παίξει  έργα  των  συνθετών Δημήτρη Φάμπα, Jorge Cardoso, Nikita Koshkin και Εύας Φάμπα.
Η Εύα Φάμπα είναι μια γνωστή και καταξιωμένη κιθαρίστρια. Παράλληλα με την καριέρα της ως ερμηνεύτριας του οργάνου συνθέτει, εκδίδει και επιμελείται μουσικών εκδόσεων και διδάσκει την τέχνη της κιθάρας  σε ωδεία  αλλά και σε σεμινάρια σε διεθνή φεστιβάλ και πανεπιστήμια.
Περισσότερα στην ιστοσελίδα της  www.evafampas.gr

Wednesday, March 30, 2011

Το πέπλο των άστρων


Ένα δύσκολο επίτευγμα για εκείνους που αγαπιούνται αληθινά
Είναι να ξαπλώσουν αμίλητοι, χωρίς φιλιά ή αγκαλιές,
Χωρίς στρωνίσματα ή πνιγμένους στεναγμούς
Σιωπηλά απολαμβάνοντας ο ένας του άλλου την ομορφιά.
Ας μην υποτιμάμε τα χείλη ή τα χέρια
Ως εγγυήσεις σταθερότητας,
Ούτε τα λόγια ως απαραίτητη επικοινωνία
Όταν καρδιές ανήσυχες προχωρούν ψηλαφητά στο ημίφως
Αλλά οι εραστές εκείνοι που εμπέδωσαν αυτή την ύστατη τέχνη
–Να ξαπλώνουν χώρια, μα να κοιμούνται και να ονειρεύονται μαζί
Ακίνητοι κάτω από το πέπλο των άστρων–
Τον έρωτα στεφανώνουν με κλάδους μυρτιάς.
  
Ρόμπερτ Γκρέιβς, μετάφραση: Σπύρος Δόικας

Τι τραγούδι να σου πω

Tuesday, March 29, 2011

Καλό ταξίδι


Η οικογένεια του «Εθνους» έχασε έναν δικό της άνθρωπο, τον επί 16 χρόνια συντάκτη της Ηλία Ματθαίο.


Το τελευταίο αντίο στον Ηλία Ματθαίο θα δοθεί αύριο στο Ξηροκάμπι Λακωνίας, στις 11.00 το πρωί

Η καρδιά του Ηλία Ματθαίου σταμάτησε ξαφνικά να χτυπά προχθές στις 11 τη νύχτα μέσα στο ταξί που τον μετέφερε από τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων στο σπίτι του. Μόλις είχε επιστρέψει από την ιδιαίτερη πατρίδα του, που την επισκέφθηκε με την ευκαιρία του εορταστικού τριημέρου.
Εκεί, στο Ξηροκάμπι Λακωνίας όπου γεννήθηκε το 1958, γίνεται αύριο Τετάρτη στις 11 το πρωί η κηδεία του. Επιθυμία της οικογένειας είναι, αντί για στεφάνια, να κατατεθούν τα χρήματα στον λογαριασμό 46848036474 της ΕΤΕ για την ενίσχυση του Μουσικού Γυμνασίου Ξηροκαμπίου. Ο Ηλίας Ματθαίος τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Αθήνα. Μετείχε στις πανελλαδικές εξετάσεις και γράφτηκε στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε. 
Τα πρώτα βήματα στη δημοσιογραφία τα έκανε στον «Οδηγητή», εβδομαδιαία εφημερίδα της ΚΝΕ. Το 1986 εντάχθηκε στον «Ριζοσπάστη» και ασχολήθηκε με το αθλητικό ρεπορτάζ. Στο «Εθνος» ήρθε το 1995 ως αθλητικός συντάκτης. Αργότερα ανέλαβε αρχισυντάκτης στο ένθετο «Παιδεία» μέχρι τον αδόκητο θάνατό του. Για ένα διάστημα, το 2000, συνεργάστηκε στην ομογενειακή εφημερίδα «Πρωινή», που απευθυνόταν στους Ελληνες της Αμερικής.
Η εργατικότητα, η επαγγελματική συνέπεια χαρακτήρισαν την ενασχόλησή του σε όλους τους δημοσιογραφικούς τομείς που ανέλαβε. Υπήρξε αγαπητός στους συναδέλφους του και συνεργαζόταν μαζί τους κατά τρόπο υποδειγματικό.
Ασχολήθηκε και με τον συνδικαλισμό. Κατά τις τελευταίες εκλογές στην Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) υπήρξε υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της παράταξης «Συσπείρωση Δημοσιογράφων - Δούρειος Τύπος». Ανακοινώσεις για τον θάνατό του εξέδωσαν ο Συνασπισμός, η ΕΣΗΕΑ, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικών Συντακτών (ΠΣΑΤ) και η «Συσπείρωση Δημοσιογράφων - Δούρειος Τύπος». Το Γραφείο Τύπου του Συνασπισμού αναφέρει: «Εκφράζουμε τη βαθιά θλίψη μας για τον πρόωρο θάνατο του δημοσιογράφου Ηλία Ματθαίου και τα συλλυπητήριά μας στην οικογένεια και τους οικείους του. Ο Ηλίας ήταν ένας μαχόμενος συνδικαλιστής, που δεν σταμάτησε να αγωνίζεται για την ελευθερία της ενημέρωσης σε δύσκολες ώρες για το δημοσιογραφικό λειτούργημα και να αποτελεί παράδειγμα για τους συναδέλφους του». Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ σημειώνει ότι «ο Ηλίας Ματθαίος υπήρξε ένας πολύ καλός συνάδελφος, ευθύς, αγωνιστής και ευαίσθητος». Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΠΣΑΤ υπογραμμίζει ότι «ο Ηλίας Ματθαίος μπορεί να είχε εγκαταλείψει το αθλητικό ρεπορτάζ, αλλά παρέμενε πάντοτε ''ένας από εμάς'' και πάντα στην πρώτη γραμμή των αγώνων του κλάδου, με ήθος και αξιοπρέπεια». Η «Συσπείρωση Δημοσιογράφων - Δούρειος Τύπος» τονίζει ότι «χάσαμε έναν μοναδικό άνθρωπο, έναν έντιμο συνάδελφο, έναν χαμογελαστό και ευγενικό σύντροφό μας».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ

ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΕΘΝΟΣΠΟΡ»
Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο
Εφυγε ήσυχα. Απλά. Χωρίς να τον πάρει σχεδόν κανείς είδηση. Οπως ήρθε κι έφυγε από το αθλητικό τμήμα του «ΕΘΝΟΣΠΟΡ», στο οποίο εργάστηκε με απόλυτη ευσυνειδησία. Αρχικά, το 1995, κάλυψε το λεγόμενο κυβερνητικό ρεπορτάζ (ΓΓΑ, ΕΠΟ, ΕΠΑΕ, Αθλητικοί Δικαστές). Μετά, ο τότε επικεφαλής του τμήματος, Πέτρος Μπακατσέλος, τον όρισε υπεύθυνο της έκδοσης των αθλητικών σελίδων του «Εθνους της Κυριακής», καθώς και της εφημερίδας «Πρωινή», που συντασσόταν εδώ και κυκλοφορούσε στις ΗΠΑ. Μέχρι που, μετά την ολοκλήρωση της «Πρωινής», πήρε μεταγραφή για το τμήμα ειδικών εκδόσεων. Ομως, την «ομάδα» του, το «ΕΘΝΟΣΠΟΡ», ποτέ του δεν το «πούλησε». Διότι ήταν οπαδός του.
Φανατικός, μάλιστα. Το ενδιαφέρον του δεν έλειψε ποτέ. Οπως και για τον αθλητισμό, για τον οποίον οι γνώσεις του ήταν άπειρες. Ιδίως στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, το 1996, το είχε πάθει σε αγώνα της ποδοσφαιρικής ομάδας του «Εθνους». Τότε, τον χάρο τον ντρίμπλαρε. Προχθές το βράδυ δεν τα κατάφερε. Του είχε στήσει καρτέρι. Κι ας ήταν τύπος και υπογραμμός από τη μέρα που είχε πάθει το πρώτο έμφραγμα. Το τσιγάρο το έκοψε μαχαίρι. Στη διατροφή του ήταν προσεκτικός. Και επιλεκτικός. Φρόντιζε, δε, να περπατά αρκετές ώρες της ημέρας, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο θεράπων ιατρός του. Και κάθε φορά που αισθανόταν κάποια ενόχληση, τον επισκεπτόταν, καθώς τον ωχαδερφισμό δεν τον έκανε ποτέ του φίλο. Τον είχε σε απόσταση. Οπως και τον χάρο. Μέχρι που του έκανε σκληρό «φάουλ» (για όλους μας) και πάρ' τον κάτω τον Ηλία μας.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ

Sunday, March 27, 2011

Όνειρο..



Aν ήταν στο χέρι μου, θα κοιμόμασταν κάθε βράδυ
τυλιγμένοι ο ένας γύρω απ' τον άλλον
σαν κροταλίες σε χειμερία νάρκη.

William S. Burroughs

Jazz Suite No2 ~ Shostakovich Dimitri




Το δεύτερο βαλς από τη δεύτερη σουίτα για τζαζ ορχήστρα του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975).

Friday, March 25, 2011

Ο άρχοντας των τσαρουχιών

REPORTAGE/ETHNOS
ΜΑΤΙΝΑ ΔΕΜΕΛΗ
ΦΩTO: ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Είναι χειροποίητα από σκληρό κόκκινο δέρμα. Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα, ενώ το μαύρο το πένθος. Τα τσαρούχια αποτελούν σύμβολο της εθνικής εξέγερσης του 1821 και ακόμη και σήμερα στρέφουν τα βλέμματα όσων επισκέπτονται το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη με τον επιβλητικό ήχο τους σε κάθε βήμα των Ευζώνων. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στην Ηρώδου Αττικού, βρίσκεται το εργαστήριο που φτιάχνει τα αυθεντικά τσαρούχια της Προεδρικής Φρουράς. Εκεί, απασχολούνται δύο άτομα που γνωρίζουν την τέχνη αυτή όσο λίγοι σήμερα. Ο ένας ασχολείται με την κατασκευή και ο άλλος με τη συντήρηση των τσαρουχιών.


Ηχος. Ο επιβλητικός ήχος του τσαρουχιού προέρχεται από τα 120 καρφιά που τοποθετούνται στη σόλα και βοηθούν στο να μη γλιστρούν οι Εύζωνοι



Πλέον λίγοι τεχνίτες έχουν απομείνει που κάνουν αυτή τη δουλειά και για να τη μάθει κάποιος πρέπει να απευθυνθεί στο συγκεκριμένο εργαστήριο, «ώστε κάποια στιγμή να αναλάβει όταν εμείς οι παλιοί θα φύγουμε. Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια ήμασταν τέσσερις στη δουλειά αυτή. Τώρα είμαστε δύο και σίγουρα θα πρέπει να έρθουν νεότεροι για να μάθουν την τέχνη απο εμάς», αναφέρει ο Γιάννης Παναγιωτακόπουλος.


Συντήρηση. Εκτός από την κατασκευή νέων ζευγαριών είναι απαραίτητη και η συντήρησή τους ώστε να αντέχουν στον χρόνο. Τακούνια και ραψίματα στο δέρμα γίνονται αρκετά συχνά, για να διατηρούνται σε καλή
Συντήρηση. Εκτός από την κατασκευή νέων ζευγαριών είναι απαραίτητη και η συντήρησή τους ώστε να αντέχουν στον χρόνο. Τακούνια και ραψίματα στο δέρμα γίνονται αρκετά συχνά, για να διατηρούνται σε καλή κατάσταση.
Απαιτητική εργασία
Ενας χρόνος απαιτείται συνήθως για να μάθει κάποιος να ράβει τσαρούχια, ενώ για να κατασκευαστεί ένα ζευγάρι απαιτούνται πέντε ολόκληρες ημέρες. «Το γνήσιο το τσαρούχι είναι το δικό μας. Δεν υπάρχει άλλο σαν κι αυτό», λέει ο κ. Παναγιωτακόπουλος, ένας αυθεντικός λαϊκός άνθρωπος. «Παλιότερα, η Προεδρική Φρουρά προμηθευόταν τα τσαρούχια από τα Γιάννενα. Εκεί τότε έφτιαχναν τα αυθεντικά. Αργότερα, κάποιοι συνάδελφοι έμαθαν την τέχνη, ήρθαν στην Αθήνα και έφτιαξαν το εργαστήριο», συμπληρώνει.
Η διαδικασία για την κατασκευή των τσαρουχιών είναι συγκεκριμένη: «Εχει δικά του πατρόν το τσαρούχι, τα λεγόμενα στάμπο όπως τα λέμε εμείς. Αρχικά κόβουμε το δέρμα, έπειτα το βάζουμε στο νερό να μαλακώσει. Εξακόσιες βελονιές απαιτούνται για το κάθε ζευγάρι και εκατόν είκοσι καρφιά. Τα εξήντα από αυτά είναι για τη σόλα του τσαρουχιού. Οι βελονιές γίνονται στο χέρι ?όλα γίνονται στο χέρι», εξηγεί ο ίδιος. Τα καρφιά προκαλούν και τον επιβλητικό ήχο που ακούμε κατά τον βηματισμό ενός εύζωνα. Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες, στις οποίες καταλήγουν οι μύτες τους. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία μάχη.
Τα νούμερα των τσαρουχιών ξεκινάνε από το 45 και φτάνουν έως και το 53! «Περισσότερο φοριούνται τα νούμερα 47, 48 και 49, αλλά συνήθως όλοι παίρνουν ένα νούμερο μεγαλύτερο, αφού είναι και οι κάλτσες χοντρές» λέει ο κ. Παναγιωτακόπουλος. Το τσαρούχι δεν έχει ίχνος από πλαστικό. Ακόμη και η φούντα είναι από αυθεντικό μαλλί. Ολα τα υλικά αγοράζονται από δερματοπωλεία και βυρσοδεψεία. Τα τσαρούχια «αντέχουν» στον χρόνο. Για την ακρίβεια περίπου τρία χρόνια, αφού οι Εύζωνοι τα παραδίδουν πίσω μετά τη βάρδιά τους ενώ φροντίζουν και οι ίδιοι να τα συντηρούν. «Εμείς αναλαμβάνουμε τα ραψίματα, τα τακούνια που απαιτούν γνώσεις. Στην αποθήκη του εργαστηρίου υπάρχει στοκ περίπου 150 ζευγαριών. Οσα χαλάνε τα πετάμε, ενώ κάθε εβδομάδα ένα νέο ζευγάρι από τσαρούχια κατασκευάζεται και είναι έτοιμο προς χρήση».
Η ιστορία του τσαρουχιού αρχίζει από την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και τις ορεινές περιοχές των Βαλκανίων και την Τουρκία. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική λέξη «τσαρίκ». Την παλαιά εποχή κατασκευάζονταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια, την «πατωσιά» ή σόλα, τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές. Aλλοτε ήταν γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω κι άλλοτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες και πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι», το οποίο είχε κόκκινο χρώμα.



Ο Θούριος του Ρήγα Φερραίου Βελεστινλή

Wednesday, March 23, 2011

Όλα είναι δρόμος

Περπατώντας στην πόλη..

Γράφει η Λίζα Δουκακάρου

Δεν έχω λεφτά, φύγε από δω. Έτσι του 'πα σήμερα. Ήρθε τρέχοντας να καθαρίσει τα τζάμια με ένα πανί σφηνωμένο σε κοντάρι,κάτι σαν σκουπόξυλο. Πάντα του έδινα κάτι, αλλά σήμερα η κακοκεφιά μου χτυπούσε στο παρμπρίζ του αυτοκίνητου κι επέστρεφε με ταχύτητα, λες και ήθελε να μου αστράψει ένα γερό χαστούκι στα μάγουλα.
Λίγο αργότερα στέκομαι μπροστά σε ένα περίπτερο για το ...τρίπτυχο τσίχλες, σοκολάτα, εφημερίδα . Κάποιος πλησιάζει και μου ζητάει χρήματα.
Γνέφω αρνητικά ότι δεν έχω τίποτα. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα ρέστα του περιπτερά κουδουνίζουν στη χούφτα μου και με διαψεύδουν πανηγυρικά. Ο ακαθορίστου ηλικίας άντρας με κοιτάζει με ένα βλέμμα μεταξύ παρακαλετού, θυμού και περιφρόνησης. Παίρνω τα ρέστα μου κι απομακρύνομαι.
Οι καθημερινές ενοχές περπατάνε πια δίπλα μας στο δρόμο.
Λίγα μέτρα πιο κάτω η άκρη του ματιού μου πιάνει ένα κατακόκκινο κουβάρι ακουμπισμένο μέσα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Επιβραδύνω και γυρνάω λίγο το κεφάλι να δω. Ένα παιδί το πολύ δεκαέξι χρονών, κάνει χρήση ηρωίνης στηρίζοντας το λιπόσαρκο κορμί του στα δέκα εκατοστά της εταζέρας του θαλάμου.
'' Κοίτα κανονικά αν θέλεις κοπελιά. Όχι λοξά όμως. Όχι λοξά! Δε γουστάρω''...
Ανοίγω το βήμα και απομακρύνομαι σχεδόν τρέχοντας. Τρία στενά πιο πάνω, σα να μπαίνω σε άλλη πόλη... Έτσι νοιώθω. Δυο κόσμοι διαφορετικοί σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων. Φώτα, βιτρίνες, μουσικές, ευγενικά χαμόγελα. Σαν φάρσα σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Περπατάω και σκέφτομαι τον Μανώλη Ρασουλη που ''έφυγε'' πριν από λίγες μέρες, αφού τον είχαν ''φύγει'' από την ελληνική ραδιοφωνία.
'' Με πέταξαν στον κάδο. Είμαι άνεργος, αχρήματος και ηλικιωμένος. Σύνταξη δεν έχω πάρει ακόμα. Ευελπιστώ.'' Είχε σχολιάσει ο ίδιος την κατάσταση του.
Η ελπίδα τελικά πέθανε μαζί του...στην ψάθα. Το '' Δήθεν'' και η ''Εκδίκηση της γυφτιάς'' ακούγονται σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ...
Στο μυαλό μου επιστρέφει η εικόνα του παιδιού που είδα νωρίτερα,''το κόκκινο μπουφάν'', κουρέλι στον τηλεφωνικό θάλαμο, στην άκρη του δρόμου.
Ο τίτλος στην εφημερίδα που κρατάω στο χέρι μου τον αφορά:
''Μεγάλο φαγοπότι στον ΟΚΑΝΑ''.Οι υπεύθυνοι πιάστηκαν, λέει, να έχουν ξοδέψει, περισσότερα χρήματα για δικά τους ταξίδια και τηλεφωνήματα, παρά για μεθαδόνη.....
Περπατώντας ξεχάστηκα κι η ώρα πέρασε. Μπροστά μου μια παρέα αστειεύεται και διαπληκτίζεται για τη βραδινή βόλτα. Δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις για το άσπρο - μαύρο της ζωής, αρκεί τουλάχιστον να μην παγιδευτείς για πάντα στο γκρίζο της.

Εφημερίδα Μετρό

Tuesday, March 22, 2011

Japan earthquake...don't forget to remember




Τρεις νύχτες πάλευα να γράψω αυτή τη μουσική....προσπαθώντας να πιστεψω τα πλάνα που έβλεπα στην τηλεόραση...ναι υπάρχουν στιγμές που ακόμα και ένας δημοσιογράφος δεν πιστεύει αυτό που βλέπει...δανείστηκα μερικές φωτογραφίες από το δίκτυο, για να περιγράψω καλύτερα αυτό που μου βγήκε γράφοντας αυτή τη μουσική....το πόσο μικρός φαντάζει ο άνθρωπος όταν το θελήσει η φύση....για αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν....που πολλοί από εμάς θα ήθελαν να τους μοιάζουν...στο κουράγιο, την αξιοπρέπεια την περηφάνεια.... 
Δημήτρης Φλουτσάκος

«Θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει» Οδ. Ελύτης

 
Αλλά ποιος τους προσέχει -και μάλιστα από τους κυβερνήτες που παίζουν με την τύχη των απλών ανθρώπων. Τα όσα συμβαίνουν και τα τελευταία χρόνια, τα είχε προβλέψει σε σημαντικό βαθμό ο Οδυσσέας Ελύτης. Και καθώς ήδη διανύουμε, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, «Ετος Ελύτη» ή «Μια χρονιά με τον Ελύτη», όπως θέλει η σύντροφός του Ιουλίτα Ηλιοπούλου, χρήσιμο είναι, αν όχι και επιβεβλημένο, να τον διαβάσουμε, να τον μελετήσουμε.
Θα μπορούσε ακόμη, γιατί είχε και πολιτική σκέψη ο Ελύτης, να αφιερωθεί και μια συνεδρίαση της Βουλής στον ποιητή της πατριωτικής συνείδησης αυτού του τόπου. Και εκεί να διαβαστεί το «Προφητικόν» από το «Αξιον Εστί», το κορυφαίο του έργο, όπου στο ερώτημα «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;» απαντά: «Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Αδη και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα».
Ολόγος του ποιητή επαληθεύεται. Ηδη οι νέοι στενάζουν και χτυπημένοι από την ανεργία, αναζητούν μια καλύτερη τύχη, όπως και προηγούμενες γενιές Ελλήνων, εκτός πατρίδας. Η κατάρα της μετανάστευσης χτυπάει για μια ακόμη φορά τον τόπο και θα του στερήσει πολύτιμο, άξιο ανθρώπινο δυναμικό, την ώρα που το χρειάζεται για να δώσει τη μάχη της ανάπτυξης και της εξόδου από την κρίση.
Είναι μείζον και πολυδιάστατο το πρόβλημα των νέων ανθρώπων της χώρας. Δεν είναι μόνον η ανεργία, που οδηγεί σε απογοήτευση τις τρυφερές ηλικίες, στη στέρηση του δικαιώματος να ονειρευτούν το μέλλον τους, να αποζημιωθούν για τους κόπους των σπουδών τους, να ερωτεύονται δίχως άγχος και φόβο για το αβέβαιο αύριο. Μαζί με όλα αυτά, τους φορτώνουμε και με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, που εμείς, οι γενιές που διαχειρίστηκαν την εξουσία από τη μεταπολίτευση έως σήμερα, δημιουργήσαμε και αυτοί πρέπει να πληρώσουν το βαρύ τίμημα της εξόφλησης.
Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Τι σημαίνει στην ουσία η ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος για την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του χρέους, που χαρακτηρίστηκε ως «ανάσα» για τη χώρα;
Σημαίνει ότι και τα σημερινά 10χρονα παιδιά, που το 2023 θα είναι άντρες, θα πληρώνουν τα χρέη του πατέρα και του παππού, τη σπατάλη, την κατάχρηση, τη διαφθορά, την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, δηλαδή της περιουσίας του ελληνικού λαού, την ανικανότητα της πολιτικής εξουσίας, τον εφησυχασμό έως και τη συνενοχή της πνευματικής ηγεσίας, τη διάβρωση του συστήματος, την αναποτελεσματικότητα της ράθυμης κρατικής μηχανής, την οποία εξουσιάζει η γραφειοκρατική νοοτροπία, την απροθυμία της άρχουσας τάξης να επιδείξει στοιχειώδη πατριωτισμό.
Οφείλουμε σ' αυτές τις γενιές των νέων ανθρώπων, ειδικά εκείνων που ήδη στενάζουν «και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει», όχι μόνο μια απλή συγγνώμη. Οφείλουμε το ταχύτερο δυνατό να τις απαλλάξουμε από τα χρέη και να ανοίξουμε, με όποια θυσία, το δρόμο της ανάπτυξης και της εξυγίανσης. Αν δεν λειτουργήσει, επιτέλους, το δικό μας φιλότιμο, μην περιμένουμε κάποιο θαύμα από το Μνημόνιο και από τη σύνοδο κορυφής της 25ης Μαρτίου, από την οποία θα ζητήσουμε μια απόφαση για τη μείωση των επιτοκίων και την παροχή της δυνατότητας να αγοράζει ο μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός ομόλογα από την πρωτογενή αγορά.
Ακόμη και αν ικανοποιηθούν αυτά τα αιτήματα, δεν θα απαλλάξουμε τις νέες γενιές από το τεράστιο βάρος του χρέους ούτε και θα αλλάξει το ζοφερό κλίμα που δεν επιτρέπει στα παιδιά να ονειρευτούν το μέλλον τους.
Η λύση είναι να πληρώσουμε όχι μόνο με την αξιοποίηση έως και την πώληση δημόσιας περιουσίας, αλλά και να βάλουμε το χέρι στην τσέπη. Να το βάλουν, μάλιστα, οι έχοντες και κατέχοντες και να πληρώσουν όσα τους αναλογούν, όπως ήδη πληρώνουν οι μη έχοντες. Και για τη δημόσια περιουσία να σταματήσουν οι υποκριτικές κραυγές ότι «ετοιμάζεται ξεπούλημα». Γιατί ο συνετός νοικοκύρης για να απαλλαγεί από χρέη ή για να σπουδάσει τα παιδιά του ή να αντιμετωπίσει μια ασθένεια πουλάει ένα χωράφι ή όποιο περιουσιακό στοιχείο; Το ίδιο οφείλει να κάνει και αυτός ο τόπος για τα παιδιά του και να μην αφήσει «το αίμα τους αναίτια να γεράσει». 

Πηγή: http://www.enet.gr

Άσε με να κάνω λάθος

Monday, March 21, 2011

Θάλασσα του Πρωιού






Εκτύπωση
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

(Από τα 
Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κ.Π. Καβάφης

Sunday, March 20, 2011

Γλυκειά συνομωσία..

Θαλερό~Άγγελος Σικελιανός




Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·

βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,

σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...

Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·

σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·

καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.

Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·

ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·

ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.

Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·

ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.

Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.

Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.

Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.

(ἀπὸ τὸ 
Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1968)

Πηγή: http://n-tomaras.blogspot.com/

Tuesday, March 15, 2011


Δεν θα μάθω ποτέ πως να πάψω να σ'αγαπώ..



Sunday, March 13, 2011

Μπορεί να αλλάξει Κεμάλ

 Ο Μανόλης Ρασούλης "συνομιλώντας", χωρίς να διαφωνεί επί της ουσίας μαζί τους, με τον "Κεμάλ", του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι, και το "Ένα το χελιδόνι", του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη, δεν έχει καμιά αμφιβολία. Αρκεί ...
Αυτός ο κόσμος
μπορεί ν' αλλάξει, Κεμαλ
Μέσα στις καρδιές
στις πλατείες, σε γραφεία οβάλ
θέλει σωστοί χιλιάδες
να 'ναι στους τροχούς
να 'ναι η ψυχή η νύφη
και γαμπρός ο νους






Πηγή: http://afterschoolbar.blogspot.com

Φίλα με ακόμα..

Saturday, March 12, 2011

Σσσσς…ησυχία




1 εικόνα
Της Ίνας Ταράντου
«Τα λόγια σου είναι σαν το βούισμα της μύγας στ’ αυτιά μου», έλεγε ο ήρωας του βιβλίου «Ο Αιγύπτιος» του Μίκα Βαλτάρι.

Πόσες μύγες δίπλα μας! Πόσος θόρυβος!  Μιλάμε, σχολιάζουμε, κουτσομπολεύουμε, κατακρίνουμε, συγκρίνουμε, λογοκρίνουμε, έχουμε άποψη για όλα… θυμώνουμε, φωνάζουμε, διαμαρτυρόμαστε, ανταγωνιζόμαστε, τσακωνόμαστε και ξανά από την αρχή, χωρίς σταματημό, ένας φαύλος κύκλος. Κι όλα αυτά γιατί; Τις περισσότερες φορές δεν μπορώ να διακρίνω τον ευγενή σκοπό ή τη χρησιμότητα, όλου αυτού του σαματά. Αντίθετα, αυτή η ακατάσχετη επιχειρηματολογία φαίνεται να έχει στόχο την επιβολή, τον εντυπωσιασμό, την κυριαρχία, να μην κάνουμε τίποτα τελικά, εκτός κι αν είναι να νικήσουμε…ουφ κουράστηκα!
Αλήθεια κουράστηκα! Και αναθεώρησα, απόψεις παρελθόντων χρόνων. Όπως ότι όταν κάποιος δεν μιλάει πολύ, είναι αντικοινωνικός, σνομπ, ή χαζός! Τώρα θαυμάζω τους ανθρώπους που ξέρουν να σιωπούν και έχουν μάθει να ακούνε.
Πολλοί φιλόσοφοι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν μιλήσει για τη δύναμη και την ανάγκη της σιωπής. «Μιλάτε όταν λείψει η ειρήνη με τις σκέψεις σας, και ζείτε στα χείλη σας μόνο όταν δεν κατοικείτε πλέον στην καρδιά σας, και δολοφονείται σχεδόν η σκέψη σας από τα λεγόμενα σας. Διότι η σκέψη είναι ένα πετούμενο του διαστήματος που δύναται πράγματι να ανοίξει τα φτερά του, αλλά αδυνατεί να πετάξει μέσα στο κλουβί των λόγων» (Χαλίλ Γκιμπράν).
Σιωπή για να αφουγκραστούμε τα…μέσα μας. Σιωπή για να αφήσουμε χώρο στην αλήθεια να γεννηθεί και να ξεπηδήσει απ’ την καρδιά μας. Σιωπή για να δείξουμε το σεβασμό μας στον πόνο του άλλου. Σιωπή για να πενθήσουμε ότι αγνό χάσαμε αλλά και για να κάνουμε χώρο στο καινούριο που έρχεται. Σιωπή για να ακούσουμε τη φύση, για να γίνουμε η φύση, από εκεί που ήρθαμε κι εκεί που θα πάμε. Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα, θα κλείσω τηλεόραση και ραδιόφωνο, θα πλησιάσω πολύ κοντά στο τζάκι για να μου κάψει τα μάγουλα και θα αφήσω το βλέμμα μου να πλανηθεί έξω από το παράθυρο…θα ακούσω τραγούδια της θύελλας που μαστιγώνει τα δέντρα, θα παρατηρήσω το άγριο σκηνικό για έναν κόσμο άγριο… χωρίς να σκέφτομαι τίποτα…ώσπου να γίνει ο χρόνος, άχρονος…
www.protagon.gr

Saturday, March 5, 2011

Ο Γιώργος Ιωάννου στη Λιβύη




Του Αλέκου Λασκαράτου
Τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Λιβύη μου έφεραν στο νου τον ποιητή και πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου (1927-1985), ο οποίος πέρασε τρία χρόνια (1961-1963) στη Βεγγάζη της Λιβύης ως γυμνασιάρχης στο εκεί ελληνικό γυμνάσιο.
Ο Γ. Ιωάννου, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του πορεία ως ποιητής (Ηλιοτρόπια, 1954, Τα χίλια δέντρα, 1963), αλλά από το 1964 στρέφεται οριστικά στην πεζογραφία, με πρώτο έργο τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο. Παράλληλα μελετά τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφει και εκδίδει δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών (Καραγκιόζης). Μετέφρασε επίσης έργα της κλασικής γραμματολογίας, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Κύρια όμως λογοτεχνική ενασχόλησή του υπήρξε η πεζογραφία, στην οποία καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, που επηρέασε αρκετούς μεταγενέστερους λογοτέχνες. Τα κυριότερα πεζά του είναι: Για ένα φιλότιμο,  Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, To δικό μας αίμα, (1978 Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας), Επιτάφιος Θρήνος, Κοιτάσματα, Ομόνοια, Πολλαπλά κατάγματα, Εφήβων και μη, Εύφλεκτη χώρα, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Ο της φύσεως έρως
Οι ειδικοί περί τη λογοτεχνία θα σας πούν ότι η τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Ιωάννου είναι η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, η διάσπαση του αφηγηματικού θέματος και η  σύνθεση του χρόνου. Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή όχι (έτσι κι’αλλιώς δεν τα καταλαβαίνω αυτά) το θέμα είναι ότι τα κείμενα του Ιωάννου έχουν ένα τελείως προσωπικό στύλ που σε μαγνητίζει, είναι λίγο σουρεαλιστικά καμμιά φορά και αποπνέουν μια ιδιαίτερη μοναξιά και τρυφερότητα.
Ο Γ.Ι. έγινε πολύ γνωστός και διαβάστηκε από πολλούς μετά τη πτώση της χούντας. Τιμώντας αυτόν τον υπέροχο και τόσο σεμνό και αθόρυβο συγγραφέα, παραθέτω ένα διήγημά του γραμμένο στα χρόνια της Βεγγάζης δηλαδή πριν από 50 χρόνια. Είναι εντυπωσιακό πόσο σύγχρονο και προφητικό είναι αυτό το κείμενο.

"Τζέλντεν" του Γιώργου Ιωάννου
(από τη συλλογή διηγημάτων "Η μόνη κληρονομιά", Κέδρος, 1982)
Στον Χρήστο Ζιώγα,
σύντροφο της ερήμου

Είχαμε πάλι διακοπές. Τώρα ήταν το μπαϊράμι τους. Γυρνώντας όλη μέρα στους δρόμους, τα παζάρια, το ζωολογικό κήπο, καθόλου δεν κατάφερα να βρω το κέφι μου. 'Αλλωστε έξω ούτε να φας ούτε να πιεις είναι εύκολο. 'Ετσι και μασουλάς ή καπνίζεις, οι αλαλιασμένοι απ' τη νηστεία μουσουλμάνοι σε κοιτούνε με μάτι σκοτεινό, όλο αποσταγμένο φανατισμό και απώθηση. Αν αποτελούν κοπάδι, καταλαβαίνεις ότι κάτι λένε μεταξύ τους για σένα. Σε βρίζουνε, χωρίς αμφιβολία. Το να γιορτάζεις και τις δικές σου και τις αράπικες γιορτές και να 'σαι μόνος εδώ πέρα, πάει πραγματικά πάρα πολύ. Κοίταζα στο δωμάτιο τα αραδιασμένα μπουκάλια με το ουίσκι -δώρα που βρήκα έξω απ' την κατάκλειστη πόρτα μου τη μέρα της γιορτής μου- και ήξερα πολύ καλά τι θα γίνει και πάλι. Τελικά, ψιθύρισα την απόφασή μου: "Ας πάω στο Τζέλντεν, στης ESSO τις πηγές".

Το βραδάκι, κιόλας, την ώρα που τα μεγάφωνα του μιναρέ άπλωναν την ψαλμωδία του μουεζίνη στις γειτονιές κι οι αραπάδες έτρωγαν μέσα στα σπίτια τους αρπαχτικά σαν λύκοι, έτρεχα στο δρόμο το δυτικό όσο σήκωνε το δανεικό λαντρόβερ μου. 'Ετρεχα και σε λίγο έπιανα τον εαυτό μου να τραγουδάει ξέφρενα κάτι δικά μου επαναστατικά κι ύστερα μόρτικα τραγούδια. Η ανοστιά με ταχύτητα διαλύονταν. Ψυχή δεν ήταν στο δρόμο -τόσο το καλύτερο. 'Ολα τα τροχοφόρα σπεύδουν να εξαφανιστούν από τις αρτηρίες της ερημιάς πολύ προτού πλακώσει το σκοτάδι. Μοναχά τρελοί ταξιδεύουν αυτές τις ώρες. Η έρημος δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται.

Η άμμος ξάσπριζε συνέχεια στα πλάγια μου, καθώς την έπιαναν τα φώτα ξυστά. Χαμηλοπόδαρα ποντίκια και αλεπούδες μου 'κοβαν οι γρουσούζες διαρκώς το δρόμο. 'Οσες πρόφταινα, τις έλιωνα με ηδονή ερωτική σχεδόν. Εκείνος ο ηθοποιός -αλήθεια, πώς τον έλεγαν;- δεν έπαιζε και τόσο άσχημα τον Ρόμμελ. Μόνο που ο στρατάρχης ήταν όμορφος, σε τίποτα δεν θύμιζε αλεπού της ερήμου. 'Ομως τι φταίει ο ηθοποιός; Τους τίτλους τελικά άλλοι τους δίνουν. Για λίγο αφαιρέθηκα κι ύστερα πάλι πήρα ν' αμφιβάλλω, αν τρέχω ακόμη πάνω στη στενή άσφαλτο της εποχής του Ντούτσε. Ορισμένοι θέλουν να πουν πως ο ατέλειωτος αυτός δρόμος ένωσε τους αυτόχθονες σε ένα έθνος. Αυτό ίσως να 'ναι κάπως σωστό, όμως πιο σωστό είναι το άλλο. Ο ένδοξος -με τα φασιστικά μέτρα- στρατάρχης Γκρατσιάνι έριχνε συστηματικά δηλητήριο στα σπανιότατα πηγάδια της ερήμου για να κάμψει, λέει, την αντίσταση των εντόπιων. Πράγματα φοβερά έγιναν τότε γύρω απ' τα πηγάδια. Ομαδικές κραυγές, που δεν έφτασαν ποτέ πουθενά κι άγριες συστροφές πτωχών κορμιών πάνω στην καυτή άμμο. Για τους μάρτυρες αυτούς είναι στημένα σήμερα τα πιο ακριβά όσο και άκομψα μνημεία. Η έρημος με τα πηγάδια του πετρελαίου της χαρίζει τώρα άφθονα λεφτά, που ούτε στα παραμύθια δεν τα είχαν φανταστεί οι παλιότεροι. Κι όμως οι εντόπιοι όσο πάει χειροτερεύουν.

'Ετρεχα, μα ο τελευταίος άνεμος κι ο χρόνος είχε καλύψει για καλά την άσφαλτο με μια άσπρη τριζάτη αμμούδα κι έτσι ο δρόμος δεν καλοξεχώριζε απ' την ατόφια έρημο. Με τέτοια ταχύτητα μπορείς κάλλιστα να ξεστρατίσεις, κι όταν συνέρθεις, θα έχει πια συμβεί το ανεπανόρθωτο βούλιαγμα. Εκτός αυτού, είναι μεγάλος φόβος να χωθείς με τη μούρη σε κανέναν αόρατο αμμόλοφο, που τον έχει σωριάσει πρόσφατα ο αέρας πάνω στη δημοσιά. Να χτυπήσεις ή να πυρποληθείς. 'Η απλώς να χαλάσεις και να σε βουτήξουν οι μυθικοί τουαρέγκ, κι αφού σου κάνουν όλα τα διαθρυλούμενα, να σου κόψουν μετά τα απαυτά σου, και να κάμνεις εφ' όρου ζωής αέρα στον αρχηγό τους.

Παρ' όλα αυτά, πού και πού σταματούσα ν' αφουγκραστώ με απόλαυση. Απέραντη ησυχία, μεθυστική. Δεν ξεπέζευα όμως, έτρεμα τα πούμας. Σου ρίχνονται αιφνιδιαστικά με τα λαμπερά μάτια τους μέσα στο σκοτάδι.
Στην Ατζεντάμπια, με αρκετή δόση αηδίας, ήπια έναν πηχτό χυμό, έβαλα κι άλλη μπενζίνα και ρίχτηκα ξανά προς τη δύση. Ζέστη φριχτή. Θέλεις όλο να τρέχεις για να σε φυσάει. 'Ετσι αποσυνθετικά, χαυνωμένα, είναι εδώ όλα τα χαμηλά μέρη, όταν μάλιστα απέχουν έστω και λίγο από τη θάλασσα. Πάλι ερημιές και πάλι μοναχά ο μονότονος δρόμος μπροστά μου.

Στη Μάρσα Μπρέγκα, κουτσοχώρι παραθαλάσσιο, όλα ήταν θεοσκότεινα. 'Αραξα σύρριζα στο πεζούλι ενός βρωμερού αστυνομικού σταθμού για να τσιμπήσω κάτι. 'Ενιωσα τη μπαλαντέζα και το οδυνηρό λευκό φως της με ξέκοψε ολότελα απ' τα γύρω σκοτάδια. Βγήκε ένας γεροδεμένος χωροφύλακας -σαλάμ αλέκουμ- χαιρετιστήκαμε. Τους χώνεψα κάπως τους χωροφύλακες εδώ, μας φέρνονται πολύ με το γάντι. Δεν είναι όμως έτσι βολικοί και για τους ομοεθνείς τους -αιώνια ιστορία αυτή. Τους έχω με τα μάτια μου δει να δέρνουν στα μουλωχτά πολίτες στις γωνιές των νυχτερινών δρόμων. Κάτι του πρόσφερα από τα εδέσματα κι αυτός αμέσως βιάστηκε να μου κάνει το ορίστε, να κοιμηθώ εκεί. Αρνήθηκα. Δεν είχα καμία όρεξη να με φαν οι ψύλλοι. Αλλά, μαθημένοι όλοι τους, σ' όλα τα μήκη και πλάτη, να συμμαζεύουν τουρίστες. Θυμήθηκα έντονα έναν δικό μας στο 'Αγιον 'Ορος, που με ικέτευε ο καψερός να παίξουμε χαρτιά, τάβλι ή οτιδήποτε άλλο. Μισώ τα χαρτιά και το τάβλι.

'Ετρωγα και τουρτούριζα. 'Επεφτε η περίφημη παγωνιά της ερήμου. Ας όψεται ο εξυπνάκιας ο πρεσβευτής που δεν είχα φέρει το ωραίο καμηλό παλτό μου απ' την πατρίδα. Στο υπουργείο Εξωτερικών, όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να πάρω πανωφόρι, μου έκανε δηκτικά: "Αν έχετε...". Η ειρωνία αυτή, μαζί μ' εκείνα που μας έλεγε η δασκάλα, πως στην Αφρική ψήνει ο ήλιος το ψωμί, μ' έκαναν να παρατήσω το βαρύ πανωφόρι. Η ευπιστία μου μερικές φορές όρια δεν έχει.

Βγαίνοντας απ' τη Μάρσα Μπρέγκα ξεπρόβαλε αριστερά μου ο δρόμος για την καρδιά της ερήμου, φαρδύς αυτός και κατάμαυρος. Ο ιδιωτικός δρόμος της ESSO. 'Εβαλα πλώρη για το νοτιά. 'Εβλεπα κιόλας δυο φαρδύτατους αγωγούς κι ένιωθα σίγουρος για την ορθή κατεύθυνση. Ο ένας τους κατεβάζει πετρέλαιο στο λιμάνι κι ο άλλος ρουφώντας φέρνει νερό απ' τη θάλασσα για να καλύπτονται, λέει, τα κενά, που δημιουργεί η εξαντλητική άντληση μέσα στης γης τα σπλάχνα. 'Ενας Θεός ξέρει τι προβλήματα θα δημιουργήσουν όλες αυτές οι επινοήσεις μετά απ' τα χρόνια μας. Δεξιά μου, ατέλειωτα τηλεγραφόξυλα χωρίς ακόμα σύρματα, ίδιες κρεμάλες. Ο ουρανός ασήκωτος, από ώρα ύφαινε κάτι. Το στομάχι μου κιόλας πονούσε. Κι αν πιάσει καμία από κείνες τις καταιγίδες τις τροπικές, τι γίνομαι ολομόναχος; Βέβαια, την άλλη μέρα ο ξερός τόπος ξαφνικά θα πρασινίσει και θ' ανθίσει. 'Εντομα κι άπειρα πουλιά θα εμφανιστούν. 'Ομως εσύ θα κείτεσαι κατακεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι. Τι τις ήθελα αυτές τις ερημιές; 'Ομως για να γυρίσω πίσω τώρα ήταν πολύ αργά. Πρώτα πρώτα δεν έφτανε η μπενζίνα. Κι ύστερα αυτό που ήθελα να ξεφύγω, οπωσδήποτε δεν θα το ξέφευγα.

Βαθιά, πολύ βαθιά, ο ορίζοντας ήρεμα και σταθερά ροδοκοκκίνιζε. Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι. Μου ήρθε στο νου ο Καρκαβίτσας με την κατάλληλη πια μόνο για τα σχολεία Γοργόνα του. Ώρες ήταν ν' αρχίσω κι εγώ σαν εκείνον τα γελοία οράματα. Εντούτοις, η ανεξήγητη κοκκινίλα μου 'δωσε κάποιο κουράγιο και παρ' όλες τις βαριές σταγόνες, που μάζευε κιόλας το παρμπρίζ, μπόρεσα με ανακούφιση να ξεχωρίσω κάπου ένα μικρό άστρο. 'Ολα θα παν καλά -αναφτερώθηκα. 'Ετσι γίνεται πάντα. Στην αρχή μας απελπίζει ένα ασήμαντο σύννεφο και στο τέλος μας παρηγορεί ένα θαμπό άστρο.

Κάποτε στα δεξιά μου ξεπετάχτηκε μια αμερικάνικη εγκατάσταση, κάποιοι μπράδερς. 'Εκανα όπισθεν κι ύστερα μπήκα θριαμβικά παρά τις φωνάρες και τις χορευτικές χειρονομίες ενός αράπη φύλακα με κελεμπίες και γκλίτσα. Τράβηξα για το μεγάλο τροχόσπιτο όπου έβλεπα φως. Η πόρτα του μισάνοιχτη. Καμιά δεκαριά θηριώδεις αμερικάνοι, αμίλητοι κι ανέκφραστοι, κάθονταν σε καρέκλες με ψηλά ακουμπιστήρια γύρω από ένα βαρυφορτωμένο με κονσέρβες και μπουκάλια τραπέζι. Τους χαιρέτησα κι αμέσως ζήτησα τον αρχηγό. Πήγαινα στα πετρέλαια κι ήθελα να κοιμηθώ κάπου, είπα. Απάντηση καμία ούτε καν βλέμμα. Ξαναμίλησα χαμογελαστά. 'Ενας δυο πήρανε τα βοδίσια μάτια τους απ' τον αφαλό τους και τα στρέψανε προς εμένα. Στο μεταξύ άρχισα να διακρίνω κι άλλα πράγματα. Πώς όμως να υποχωρήσω τώρα και πού να πάω με την κούραση αυτή και την καταιγίδα, που απειλεί να κορώσει τον αιθέρα; Ξυπνητός είμαι ή βλέπω πάλι κανέναν εφιάλτη; Τώρα θα με σφάξουν, τώρα θα με μακελέψουν και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει.

'Ενα χέρι έπεσε πίσω στον ώμο μου μαλακά. 'Ηταν ένας αράπης -γκαρσόνι ή μάγειρας. Μ' έκαμνε χαμογελαστά με το δάχτυλο να σωπάσω. Λες να προσεύχονται; αναρωτήθηκα. Και ποιος άραγε θεός τους ακούει; Ο αράπης με πήγε στο τροχόσπιτό του, μ' έβαλε στο γιατάκι του και γυρνώντας σε λίγο μου κουβάλησε του κόσμου τα καλά. Θα ήμουν ψεύτης, αν έλεγα πως δε σιχαινόμουν. Πιάσαμε κουβεντολόι ψιλό, θα ήταν τρεις τη νύχτα. Μακριά βροντούσε απαίσια. Είχε μία αξιοζήλευτη κοψιά, σαν χωρικός δικός μας. Γελούσε με τους αμερικάνους πονηρά -ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα ματάκια- δεν ομολογούσε τίποτε όμως. Πάντως, μέσα σε μένα γύριζε και ξαναγύριζε, το τραγουδάκι:

"Κοίταξε τριγύρω οι μάγκες,
κάνουν όλοι τουμπεκί..."

Το πρωί έγινα καπνός για το Τζέλντεν. Τώρα, συχνά πυκνά σταματούσα και κατέβαινα. Είναι συγκινητικό ν' αφήνεις κάτι απ' τον εαυτό σου στην έρημο. Μυστήριο όμως για πότε μαζεύονται εκείνες οι γυαλιστερές πράσινες μύγες. Θυμήθηκα το τροπάριο: "Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε...". Ο καθαρός μυρωμένος αέρας σχεδόν με ζάλιζε. "Καλόν εστι ώδε μείναι...". 'Οταν αρχίζει η βροχή, ποιος ξέρει τι μοσκοβολιά θα ξεσηκώνεται. Ο δρόμος λυγερός σα φίδι, όχι όμως άσφαλτος πραγματική. Είχαν πατήσει με οδοστρωτήρες την άμμο κι έριξαν πάνω της μετά μπόλικο μαζούτ. Φυσικά ήταν κατάμαυρος κι ας ήταν πασπαλισμένος με αμμούδα. Δε θα μπορούσε άραγε να γίνει κατακόκκινος μ' ένα σπίρτο; Σ' ένα σημείο ανηφορικό φαινόταν καθαρά πως είχαν ανοίξει τη δίοδο με μπουλντόζες και φουρνέλα. Αποκεί πάνω ξανοιγόταν ένα αχανές βαθύπεδο, τουλάχιστο όσο η Θεσσαλία. Καπνοί ξεχώριζαν στα βάθη, ομίχλες τοπικές -ζύγωνα στα πετρέλαια. Η έρημος είχε άλλη όψη τώρα. 'Αμμος σχεδόν πετρωμένη και λόφοι ξεκομμένοι σε αλλόκοτα σχήματα. Ο ζαρωμένος λαγός, το τεντωμένο πέος, η καθιστή πάπια, ο τουρλωμένος πισινός, η αφηρημένη γάτα και κάτι άλλοι σαν τεράστιες πυραμίδες κλιμακωτές, φαγωμένες απ' την άμμο και τη θύελλα. 'Αραγε αποδώ οι αρχιτέκτονες του Φαραώ είχανε πάρει τα σχέδιά τους;

Πάντως, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους βραχώδεις λόφους, δέσποζε ένας πιο φαρδύς και πιο ψηλός, ίδιος με τραπέζι τεράστιο. "Το τραπέζι με τους αμερικάνους" συλλογίστηκα και έπαψα να θέλω να πλησιάσω. 'Αλλωστε, πυκνές φωτιές έκαιγαν σ' όλο το βαθύπεδο. 'Αλλες ψηλές σε καμινάδες κι άλλες πάνω στο έδαφος, στα ριζώματα ιδίως του τραπεζόμορφου βράχου. Αυτή λοιπόν ήταν η κοκκινίλα που τόσο με είχε παραξενέψει από μακριά. Θυμήθηκα τις δικές μας παρόμοιες φωτιές -σχετικά πολύ λίγες. Μία έξω από την Αθήνα κι άλλη μία στη Σαλονίκη μας. Στα γραφεία μου 'δωσαν και τον απαραίτητο έλληνα για ξεναγό, μάλλον όμως για επιτηρητή. Να με προσέχει να μη βάλω καμία φωτιά επίτηδες ή από λάθος. Ωραίο και τιμητικό να σε θεωρούν ύποπτο και ικανό για όλα. Πάντως, είδα πηγάδια σε λειτουργία, πηγάδια που τα καθάριζαν κι άλλα καινούρια, ακόμα αδάμαστα, απόπου πετιόταν σαν αρτεσιανό το πετρέλαιο. Κι εκείνα τα θεόρατα τρυπάνια που μ' ανοιχτά τα σκέλια βιάζουν βάναυσα τη γη. Ξαπλώθηκα ανάσκελα και τα φωτογράφιζα. Μ' έπιασε ναυτία, έκανα εμετό, το παν βρωμοκοπούσε γκαζίλα. Ο οδηγός μου είπε πως όταν αλλάζει ο αέρας και φέρνει όλα τα αέρια καταπάνω τους, πολλοί λιγοθυμάνε.

 
Στο μεταξύ διάφοροι αγριάνθρωποι απ' το Τέξας περνούσαν με αλαζονεία από δίπλα μας. Κοιτάζοντας εγώ επίμονα χάμω, γρήγορα ανακάλυψα πως η άμμος ήταν παραγεμισμένη με απολιθωμένα ξύλα και βαριά κόκαλα. Τα ξύλα ιδίως έμοιαζαν πολύ πιο αληθινά απ' αυτά τα ξασπρουλιάρικα του καταληστεμένου δάσους της Μυτιλήνης. Θαρρείς και μόλις είχαν αποκοπεί από το δέντρο. Ψάρια μικρά και κογχύλια άπειρα κείτονταν δίπλα στα φρέσκα πηγάδια, χάνοντας από στιγμή σε στιγμή τη λαμπράδα τους. Τα είχαν τραβήξει απ' τα παρθενικά σπλάχνα της ερήμου, που όχι σπάνια αντί για πετρέλαιο αναβλύζουν κρυσταλλένιο νερό. Γελάω τώρα με τις εφημερίδες, όταν βλέπω να παρουσιάζουν για σπουδαίο νέο την ανακάλυψη απολιθωμένων ψαριών μέσα στην έρημο. Ποιος όμως δίνει λογαριασμό στους ταλαίπωρους δημοσιογράφους;

Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου. "Από πού είσαι;" ρώτησε. "Από την Ελλάδα", είπα με λαχτάρα. "Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;" έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. "'Ισως να το 'κανε για πλάκα", μουρμούριζε μουδιασμένα.

Δίπλα σ' ένα πηγάδι που το καθάριζαν βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά χάρτινα σακιά γεμάτα με κάτι. Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και στεγνοί σαν λελέκια, ακουμπούσαν με ύφος ταπεινό πάνω στα σακιά. Σίγουρα είχαν έρθει ως εδώ για να ζητιανέψουν. Είχαν τυλιγμένο το κεφάλι και σχεδόν όλο το πρόσωπο μ' ένα άσπρο πανί. Τουαρέγκ θα ήταν. Μόλις έκαμνα να τους πάρω φωτογραφία, αυτοί γύριζαν αυτομάτως αλλού. Στο τέλος απελπισμένος πλησίασα κι εγώ τα σακιά. ''Ηταν γεμάτα -και το γράφαν απέξω καθαρά- χώμα της Μυκόνου, κατάλληλο, λέει, για τρυπάνια. Δε φτάνει που δε μας άφησαν οικόπεδο για οικόπεδο στην πατρίδα, δε φτάνει που την καημένη τη Μύκονο την έχουν χέσει πατόκορφα, κουβαλούνε τώρα και το χώμα της στη Σαχάρα. 'Ετσι θα μας χώσουν κι εμάς καμιά μέρα, όταν τους χρειαστεί, όλους μας μές στη γη.

Το μεσημεράκι στο τροχόσπιτο του έλληνα δεν μπορούσα να βάλω τάξη στον εαυτό μου, παρόλο που ο φίλος έπιασε Αθήνα στο ράδιο για να μ' ευχαριστήσει. 'Ετσι θαρρούσε ο άνθρωπος. Του είπα καθαρά και ξάστερα ότι για την ώρα τουλάχιστο η Αθήνα εμένα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ περισσότερο το ράδιό της. Είχα μαζί μου ένα τομίδιο με γραψίματα του Σκιαθίτη. Το άνοιξα κι αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι: "...Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων..."

Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; Μπορούσα να μείνω όσες μέρες θέλω. "Τι Μύκονος, τι Σκιάθος...", του πέταξα. Δεν με κατάλαβε. "Τόση ζέστα κι ούτε ένας τζίτζικας", ξαναείπα. Συμφώνησε απρόθυμα. Αλλού ήταν ο νους του. "Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους", κραύγασα κι έτρεξα στ' αμάξι. "Μα γιατί;" φώναζε ο φίλος το κατόπι μου.
Και σ' όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: "Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι".
www.protagon.gr