Saturday, March 5, 2011

Ο Γιώργος Ιωάννου στη Λιβύη




Του Αλέκου Λασκαράτου
Τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Λιβύη μου έφεραν στο νου τον ποιητή και πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου (1927-1985), ο οποίος πέρασε τρία χρόνια (1961-1963) στη Βεγγάζη της Λιβύης ως γυμνασιάρχης στο εκεί ελληνικό γυμνάσιο.
Ο Γ. Ιωάννου, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του πορεία ως ποιητής (Ηλιοτρόπια, 1954, Τα χίλια δέντρα, 1963), αλλά από το 1964 στρέφεται οριστικά στην πεζογραφία, με πρώτο έργο τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο. Παράλληλα μελετά τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφει και εκδίδει δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών (Καραγκιόζης). Μετέφρασε επίσης έργα της κλασικής γραμματολογίας, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Κύρια όμως λογοτεχνική ενασχόλησή του υπήρξε η πεζογραφία, στην οποία καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, που επηρέασε αρκετούς μεταγενέστερους λογοτέχνες. Τα κυριότερα πεζά του είναι: Για ένα φιλότιμο,  Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, To δικό μας αίμα, (1978 Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας), Επιτάφιος Θρήνος, Κοιτάσματα, Ομόνοια, Πολλαπλά κατάγματα, Εφήβων και μη, Εύφλεκτη χώρα, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Ο της φύσεως έρως
Οι ειδικοί περί τη λογοτεχνία θα σας πούν ότι η τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Ιωάννου είναι η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, η διάσπαση του αφηγηματικού θέματος και η  σύνθεση του χρόνου. Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή όχι (έτσι κι’αλλιώς δεν τα καταλαβαίνω αυτά) το θέμα είναι ότι τα κείμενα του Ιωάννου έχουν ένα τελείως προσωπικό στύλ που σε μαγνητίζει, είναι λίγο σουρεαλιστικά καμμιά φορά και αποπνέουν μια ιδιαίτερη μοναξιά και τρυφερότητα.
Ο Γ.Ι. έγινε πολύ γνωστός και διαβάστηκε από πολλούς μετά τη πτώση της χούντας. Τιμώντας αυτόν τον υπέροχο και τόσο σεμνό και αθόρυβο συγγραφέα, παραθέτω ένα διήγημά του γραμμένο στα χρόνια της Βεγγάζης δηλαδή πριν από 50 χρόνια. Είναι εντυπωσιακό πόσο σύγχρονο και προφητικό είναι αυτό το κείμενο.

"Τζέλντεν" του Γιώργου Ιωάννου
(από τη συλλογή διηγημάτων "Η μόνη κληρονομιά", Κέδρος, 1982)
Στον Χρήστο Ζιώγα,
σύντροφο της ερήμου

Είχαμε πάλι διακοπές. Τώρα ήταν το μπαϊράμι τους. Γυρνώντας όλη μέρα στους δρόμους, τα παζάρια, το ζωολογικό κήπο, καθόλου δεν κατάφερα να βρω το κέφι μου. 'Αλλωστε έξω ούτε να φας ούτε να πιεις είναι εύκολο. 'Ετσι και μασουλάς ή καπνίζεις, οι αλαλιασμένοι απ' τη νηστεία μουσουλμάνοι σε κοιτούνε με μάτι σκοτεινό, όλο αποσταγμένο φανατισμό και απώθηση. Αν αποτελούν κοπάδι, καταλαβαίνεις ότι κάτι λένε μεταξύ τους για σένα. Σε βρίζουνε, χωρίς αμφιβολία. Το να γιορτάζεις και τις δικές σου και τις αράπικες γιορτές και να 'σαι μόνος εδώ πέρα, πάει πραγματικά πάρα πολύ. Κοίταζα στο δωμάτιο τα αραδιασμένα μπουκάλια με το ουίσκι -δώρα που βρήκα έξω απ' την κατάκλειστη πόρτα μου τη μέρα της γιορτής μου- και ήξερα πολύ καλά τι θα γίνει και πάλι. Τελικά, ψιθύρισα την απόφασή μου: "Ας πάω στο Τζέλντεν, στης ESSO τις πηγές".

Το βραδάκι, κιόλας, την ώρα που τα μεγάφωνα του μιναρέ άπλωναν την ψαλμωδία του μουεζίνη στις γειτονιές κι οι αραπάδες έτρωγαν μέσα στα σπίτια τους αρπαχτικά σαν λύκοι, έτρεχα στο δρόμο το δυτικό όσο σήκωνε το δανεικό λαντρόβερ μου. 'Ετρεχα και σε λίγο έπιανα τον εαυτό μου να τραγουδάει ξέφρενα κάτι δικά μου επαναστατικά κι ύστερα μόρτικα τραγούδια. Η ανοστιά με ταχύτητα διαλύονταν. Ψυχή δεν ήταν στο δρόμο -τόσο το καλύτερο. 'Ολα τα τροχοφόρα σπεύδουν να εξαφανιστούν από τις αρτηρίες της ερημιάς πολύ προτού πλακώσει το σκοτάδι. Μοναχά τρελοί ταξιδεύουν αυτές τις ώρες. Η έρημος δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται.

Η άμμος ξάσπριζε συνέχεια στα πλάγια μου, καθώς την έπιαναν τα φώτα ξυστά. Χαμηλοπόδαρα ποντίκια και αλεπούδες μου 'κοβαν οι γρουσούζες διαρκώς το δρόμο. 'Οσες πρόφταινα, τις έλιωνα με ηδονή ερωτική σχεδόν. Εκείνος ο ηθοποιός -αλήθεια, πώς τον έλεγαν;- δεν έπαιζε και τόσο άσχημα τον Ρόμμελ. Μόνο που ο στρατάρχης ήταν όμορφος, σε τίποτα δεν θύμιζε αλεπού της ερήμου. 'Ομως τι φταίει ο ηθοποιός; Τους τίτλους τελικά άλλοι τους δίνουν. Για λίγο αφαιρέθηκα κι ύστερα πάλι πήρα ν' αμφιβάλλω, αν τρέχω ακόμη πάνω στη στενή άσφαλτο της εποχής του Ντούτσε. Ορισμένοι θέλουν να πουν πως ο ατέλειωτος αυτός δρόμος ένωσε τους αυτόχθονες σε ένα έθνος. Αυτό ίσως να 'ναι κάπως σωστό, όμως πιο σωστό είναι το άλλο. Ο ένδοξος -με τα φασιστικά μέτρα- στρατάρχης Γκρατσιάνι έριχνε συστηματικά δηλητήριο στα σπανιότατα πηγάδια της ερήμου για να κάμψει, λέει, την αντίσταση των εντόπιων. Πράγματα φοβερά έγιναν τότε γύρω απ' τα πηγάδια. Ομαδικές κραυγές, που δεν έφτασαν ποτέ πουθενά κι άγριες συστροφές πτωχών κορμιών πάνω στην καυτή άμμο. Για τους μάρτυρες αυτούς είναι στημένα σήμερα τα πιο ακριβά όσο και άκομψα μνημεία. Η έρημος με τα πηγάδια του πετρελαίου της χαρίζει τώρα άφθονα λεφτά, που ούτε στα παραμύθια δεν τα είχαν φανταστεί οι παλιότεροι. Κι όμως οι εντόπιοι όσο πάει χειροτερεύουν.

'Ετρεχα, μα ο τελευταίος άνεμος κι ο χρόνος είχε καλύψει για καλά την άσφαλτο με μια άσπρη τριζάτη αμμούδα κι έτσι ο δρόμος δεν καλοξεχώριζε απ' την ατόφια έρημο. Με τέτοια ταχύτητα μπορείς κάλλιστα να ξεστρατίσεις, κι όταν συνέρθεις, θα έχει πια συμβεί το ανεπανόρθωτο βούλιαγμα. Εκτός αυτού, είναι μεγάλος φόβος να χωθείς με τη μούρη σε κανέναν αόρατο αμμόλοφο, που τον έχει σωριάσει πρόσφατα ο αέρας πάνω στη δημοσιά. Να χτυπήσεις ή να πυρποληθείς. 'Η απλώς να χαλάσεις και να σε βουτήξουν οι μυθικοί τουαρέγκ, κι αφού σου κάνουν όλα τα διαθρυλούμενα, να σου κόψουν μετά τα απαυτά σου, και να κάμνεις εφ' όρου ζωής αέρα στον αρχηγό τους.

Παρ' όλα αυτά, πού και πού σταματούσα ν' αφουγκραστώ με απόλαυση. Απέραντη ησυχία, μεθυστική. Δεν ξεπέζευα όμως, έτρεμα τα πούμας. Σου ρίχνονται αιφνιδιαστικά με τα λαμπερά μάτια τους μέσα στο σκοτάδι.
Στην Ατζεντάμπια, με αρκετή δόση αηδίας, ήπια έναν πηχτό χυμό, έβαλα κι άλλη μπενζίνα και ρίχτηκα ξανά προς τη δύση. Ζέστη φριχτή. Θέλεις όλο να τρέχεις για να σε φυσάει. 'Ετσι αποσυνθετικά, χαυνωμένα, είναι εδώ όλα τα χαμηλά μέρη, όταν μάλιστα απέχουν έστω και λίγο από τη θάλασσα. Πάλι ερημιές και πάλι μοναχά ο μονότονος δρόμος μπροστά μου.

Στη Μάρσα Μπρέγκα, κουτσοχώρι παραθαλάσσιο, όλα ήταν θεοσκότεινα. 'Αραξα σύρριζα στο πεζούλι ενός βρωμερού αστυνομικού σταθμού για να τσιμπήσω κάτι. 'Ενιωσα τη μπαλαντέζα και το οδυνηρό λευκό φως της με ξέκοψε ολότελα απ' τα γύρω σκοτάδια. Βγήκε ένας γεροδεμένος χωροφύλακας -σαλάμ αλέκουμ- χαιρετιστήκαμε. Τους χώνεψα κάπως τους χωροφύλακες εδώ, μας φέρνονται πολύ με το γάντι. Δεν είναι όμως έτσι βολικοί και για τους ομοεθνείς τους -αιώνια ιστορία αυτή. Τους έχω με τα μάτια μου δει να δέρνουν στα μουλωχτά πολίτες στις γωνιές των νυχτερινών δρόμων. Κάτι του πρόσφερα από τα εδέσματα κι αυτός αμέσως βιάστηκε να μου κάνει το ορίστε, να κοιμηθώ εκεί. Αρνήθηκα. Δεν είχα καμία όρεξη να με φαν οι ψύλλοι. Αλλά, μαθημένοι όλοι τους, σ' όλα τα μήκη και πλάτη, να συμμαζεύουν τουρίστες. Θυμήθηκα έντονα έναν δικό μας στο 'Αγιον 'Ορος, που με ικέτευε ο καψερός να παίξουμε χαρτιά, τάβλι ή οτιδήποτε άλλο. Μισώ τα χαρτιά και το τάβλι.

'Ετρωγα και τουρτούριζα. 'Επεφτε η περίφημη παγωνιά της ερήμου. Ας όψεται ο εξυπνάκιας ο πρεσβευτής που δεν είχα φέρει το ωραίο καμηλό παλτό μου απ' την πατρίδα. Στο υπουργείο Εξωτερικών, όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να πάρω πανωφόρι, μου έκανε δηκτικά: "Αν έχετε...". Η ειρωνία αυτή, μαζί μ' εκείνα που μας έλεγε η δασκάλα, πως στην Αφρική ψήνει ο ήλιος το ψωμί, μ' έκαναν να παρατήσω το βαρύ πανωφόρι. Η ευπιστία μου μερικές φορές όρια δεν έχει.

Βγαίνοντας απ' τη Μάρσα Μπρέγκα ξεπρόβαλε αριστερά μου ο δρόμος για την καρδιά της ερήμου, φαρδύς αυτός και κατάμαυρος. Ο ιδιωτικός δρόμος της ESSO. 'Εβαλα πλώρη για το νοτιά. 'Εβλεπα κιόλας δυο φαρδύτατους αγωγούς κι ένιωθα σίγουρος για την ορθή κατεύθυνση. Ο ένας τους κατεβάζει πετρέλαιο στο λιμάνι κι ο άλλος ρουφώντας φέρνει νερό απ' τη θάλασσα για να καλύπτονται, λέει, τα κενά, που δημιουργεί η εξαντλητική άντληση μέσα στης γης τα σπλάχνα. 'Ενας Θεός ξέρει τι προβλήματα θα δημιουργήσουν όλες αυτές οι επινοήσεις μετά απ' τα χρόνια μας. Δεξιά μου, ατέλειωτα τηλεγραφόξυλα χωρίς ακόμα σύρματα, ίδιες κρεμάλες. Ο ουρανός ασήκωτος, από ώρα ύφαινε κάτι. Το στομάχι μου κιόλας πονούσε. Κι αν πιάσει καμία από κείνες τις καταιγίδες τις τροπικές, τι γίνομαι ολομόναχος; Βέβαια, την άλλη μέρα ο ξερός τόπος ξαφνικά θα πρασινίσει και θ' ανθίσει. 'Εντομα κι άπειρα πουλιά θα εμφανιστούν. 'Ομως εσύ θα κείτεσαι κατακεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι. Τι τις ήθελα αυτές τις ερημιές; 'Ομως για να γυρίσω πίσω τώρα ήταν πολύ αργά. Πρώτα πρώτα δεν έφτανε η μπενζίνα. Κι ύστερα αυτό που ήθελα να ξεφύγω, οπωσδήποτε δεν θα το ξέφευγα.

Βαθιά, πολύ βαθιά, ο ορίζοντας ήρεμα και σταθερά ροδοκοκκίνιζε. Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι. Μου ήρθε στο νου ο Καρκαβίτσας με την κατάλληλη πια μόνο για τα σχολεία Γοργόνα του. Ώρες ήταν ν' αρχίσω κι εγώ σαν εκείνον τα γελοία οράματα. Εντούτοις, η ανεξήγητη κοκκινίλα μου 'δωσε κάποιο κουράγιο και παρ' όλες τις βαριές σταγόνες, που μάζευε κιόλας το παρμπρίζ, μπόρεσα με ανακούφιση να ξεχωρίσω κάπου ένα μικρό άστρο. 'Ολα θα παν καλά -αναφτερώθηκα. 'Ετσι γίνεται πάντα. Στην αρχή μας απελπίζει ένα ασήμαντο σύννεφο και στο τέλος μας παρηγορεί ένα θαμπό άστρο.

Κάποτε στα δεξιά μου ξεπετάχτηκε μια αμερικάνικη εγκατάσταση, κάποιοι μπράδερς. 'Εκανα όπισθεν κι ύστερα μπήκα θριαμβικά παρά τις φωνάρες και τις χορευτικές χειρονομίες ενός αράπη φύλακα με κελεμπίες και γκλίτσα. Τράβηξα για το μεγάλο τροχόσπιτο όπου έβλεπα φως. Η πόρτα του μισάνοιχτη. Καμιά δεκαριά θηριώδεις αμερικάνοι, αμίλητοι κι ανέκφραστοι, κάθονταν σε καρέκλες με ψηλά ακουμπιστήρια γύρω από ένα βαρυφορτωμένο με κονσέρβες και μπουκάλια τραπέζι. Τους χαιρέτησα κι αμέσως ζήτησα τον αρχηγό. Πήγαινα στα πετρέλαια κι ήθελα να κοιμηθώ κάπου, είπα. Απάντηση καμία ούτε καν βλέμμα. Ξαναμίλησα χαμογελαστά. 'Ενας δυο πήρανε τα βοδίσια μάτια τους απ' τον αφαλό τους και τα στρέψανε προς εμένα. Στο μεταξύ άρχισα να διακρίνω κι άλλα πράγματα. Πώς όμως να υποχωρήσω τώρα και πού να πάω με την κούραση αυτή και την καταιγίδα, που απειλεί να κορώσει τον αιθέρα; Ξυπνητός είμαι ή βλέπω πάλι κανέναν εφιάλτη; Τώρα θα με σφάξουν, τώρα θα με μακελέψουν και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει.

'Ενα χέρι έπεσε πίσω στον ώμο μου μαλακά. 'Ηταν ένας αράπης -γκαρσόνι ή μάγειρας. Μ' έκαμνε χαμογελαστά με το δάχτυλο να σωπάσω. Λες να προσεύχονται; αναρωτήθηκα. Και ποιος άραγε θεός τους ακούει; Ο αράπης με πήγε στο τροχόσπιτό του, μ' έβαλε στο γιατάκι του και γυρνώντας σε λίγο μου κουβάλησε του κόσμου τα καλά. Θα ήμουν ψεύτης, αν έλεγα πως δε σιχαινόμουν. Πιάσαμε κουβεντολόι ψιλό, θα ήταν τρεις τη νύχτα. Μακριά βροντούσε απαίσια. Είχε μία αξιοζήλευτη κοψιά, σαν χωρικός δικός μας. Γελούσε με τους αμερικάνους πονηρά -ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα ματάκια- δεν ομολογούσε τίποτε όμως. Πάντως, μέσα σε μένα γύριζε και ξαναγύριζε, το τραγουδάκι:

"Κοίταξε τριγύρω οι μάγκες,
κάνουν όλοι τουμπεκί..."

Το πρωί έγινα καπνός για το Τζέλντεν. Τώρα, συχνά πυκνά σταματούσα και κατέβαινα. Είναι συγκινητικό ν' αφήνεις κάτι απ' τον εαυτό σου στην έρημο. Μυστήριο όμως για πότε μαζεύονται εκείνες οι γυαλιστερές πράσινες μύγες. Θυμήθηκα το τροπάριο: "Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε...". Ο καθαρός μυρωμένος αέρας σχεδόν με ζάλιζε. "Καλόν εστι ώδε μείναι...". 'Οταν αρχίζει η βροχή, ποιος ξέρει τι μοσκοβολιά θα ξεσηκώνεται. Ο δρόμος λυγερός σα φίδι, όχι όμως άσφαλτος πραγματική. Είχαν πατήσει με οδοστρωτήρες την άμμο κι έριξαν πάνω της μετά μπόλικο μαζούτ. Φυσικά ήταν κατάμαυρος κι ας ήταν πασπαλισμένος με αμμούδα. Δε θα μπορούσε άραγε να γίνει κατακόκκινος μ' ένα σπίρτο; Σ' ένα σημείο ανηφορικό φαινόταν καθαρά πως είχαν ανοίξει τη δίοδο με μπουλντόζες και φουρνέλα. Αποκεί πάνω ξανοιγόταν ένα αχανές βαθύπεδο, τουλάχιστο όσο η Θεσσαλία. Καπνοί ξεχώριζαν στα βάθη, ομίχλες τοπικές -ζύγωνα στα πετρέλαια. Η έρημος είχε άλλη όψη τώρα. 'Αμμος σχεδόν πετρωμένη και λόφοι ξεκομμένοι σε αλλόκοτα σχήματα. Ο ζαρωμένος λαγός, το τεντωμένο πέος, η καθιστή πάπια, ο τουρλωμένος πισινός, η αφηρημένη γάτα και κάτι άλλοι σαν τεράστιες πυραμίδες κλιμακωτές, φαγωμένες απ' την άμμο και τη θύελλα. 'Αραγε αποδώ οι αρχιτέκτονες του Φαραώ είχανε πάρει τα σχέδιά τους;

Πάντως, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους βραχώδεις λόφους, δέσποζε ένας πιο φαρδύς και πιο ψηλός, ίδιος με τραπέζι τεράστιο. "Το τραπέζι με τους αμερικάνους" συλλογίστηκα και έπαψα να θέλω να πλησιάσω. 'Αλλωστε, πυκνές φωτιές έκαιγαν σ' όλο το βαθύπεδο. 'Αλλες ψηλές σε καμινάδες κι άλλες πάνω στο έδαφος, στα ριζώματα ιδίως του τραπεζόμορφου βράχου. Αυτή λοιπόν ήταν η κοκκινίλα που τόσο με είχε παραξενέψει από μακριά. Θυμήθηκα τις δικές μας παρόμοιες φωτιές -σχετικά πολύ λίγες. Μία έξω από την Αθήνα κι άλλη μία στη Σαλονίκη μας. Στα γραφεία μου 'δωσαν και τον απαραίτητο έλληνα για ξεναγό, μάλλον όμως για επιτηρητή. Να με προσέχει να μη βάλω καμία φωτιά επίτηδες ή από λάθος. Ωραίο και τιμητικό να σε θεωρούν ύποπτο και ικανό για όλα. Πάντως, είδα πηγάδια σε λειτουργία, πηγάδια που τα καθάριζαν κι άλλα καινούρια, ακόμα αδάμαστα, απόπου πετιόταν σαν αρτεσιανό το πετρέλαιο. Κι εκείνα τα θεόρατα τρυπάνια που μ' ανοιχτά τα σκέλια βιάζουν βάναυσα τη γη. Ξαπλώθηκα ανάσκελα και τα φωτογράφιζα. Μ' έπιασε ναυτία, έκανα εμετό, το παν βρωμοκοπούσε γκαζίλα. Ο οδηγός μου είπε πως όταν αλλάζει ο αέρας και φέρνει όλα τα αέρια καταπάνω τους, πολλοί λιγοθυμάνε.

 
Στο μεταξύ διάφοροι αγριάνθρωποι απ' το Τέξας περνούσαν με αλαζονεία από δίπλα μας. Κοιτάζοντας εγώ επίμονα χάμω, γρήγορα ανακάλυψα πως η άμμος ήταν παραγεμισμένη με απολιθωμένα ξύλα και βαριά κόκαλα. Τα ξύλα ιδίως έμοιαζαν πολύ πιο αληθινά απ' αυτά τα ξασπρουλιάρικα του καταληστεμένου δάσους της Μυτιλήνης. Θαρρείς και μόλις είχαν αποκοπεί από το δέντρο. Ψάρια μικρά και κογχύλια άπειρα κείτονταν δίπλα στα φρέσκα πηγάδια, χάνοντας από στιγμή σε στιγμή τη λαμπράδα τους. Τα είχαν τραβήξει απ' τα παρθενικά σπλάχνα της ερήμου, που όχι σπάνια αντί για πετρέλαιο αναβλύζουν κρυσταλλένιο νερό. Γελάω τώρα με τις εφημερίδες, όταν βλέπω να παρουσιάζουν για σπουδαίο νέο την ανακάλυψη απολιθωμένων ψαριών μέσα στην έρημο. Ποιος όμως δίνει λογαριασμό στους ταλαίπωρους δημοσιογράφους;

Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου. "Από πού είσαι;" ρώτησε. "Από την Ελλάδα", είπα με λαχτάρα. "Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;" έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. "'Ισως να το 'κανε για πλάκα", μουρμούριζε μουδιασμένα.

Δίπλα σ' ένα πηγάδι που το καθάριζαν βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά χάρτινα σακιά γεμάτα με κάτι. Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και στεγνοί σαν λελέκια, ακουμπούσαν με ύφος ταπεινό πάνω στα σακιά. Σίγουρα είχαν έρθει ως εδώ για να ζητιανέψουν. Είχαν τυλιγμένο το κεφάλι και σχεδόν όλο το πρόσωπο μ' ένα άσπρο πανί. Τουαρέγκ θα ήταν. Μόλις έκαμνα να τους πάρω φωτογραφία, αυτοί γύριζαν αυτομάτως αλλού. Στο τέλος απελπισμένος πλησίασα κι εγώ τα σακιά. ''Ηταν γεμάτα -και το γράφαν απέξω καθαρά- χώμα της Μυκόνου, κατάλληλο, λέει, για τρυπάνια. Δε φτάνει που δε μας άφησαν οικόπεδο για οικόπεδο στην πατρίδα, δε φτάνει που την καημένη τη Μύκονο την έχουν χέσει πατόκορφα, κουβαλούνε τώρα και το χώμα της στη Σαχάρα. 'Ετσι θα μας χώσουν κι εμάς καμιά μέρα, όταν τους χρειαστεί, όλους μας μές στη γη.

Το μεσημεράκι στο τροχόσπιτο του έλληνα δεν μπορούσα να βάλω τάξη στον εαυτό μου, παρόλο που ο φίλος έπιασε Αθήνα στο ράδιο για να μ' ευχαριστήσει. 'Ετσι θαρρούσε ο άνθρωπος. Του είπα καθαρά και ξάστερα ότι για την ώρα τουλάχιστο η Αθήνα εμένα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ περισσότερο το ράδιό της. Είχα μαζί μου ένα τομίδιο με γραψίματα του Σκιαθίτη. Το άνοιξα κι αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι: "...Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων..."

Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; Μπορούσα να μείνω όσες μέρες θέλω. "Τι Μύκονος, τι Σκιάθος...", του πέταξα. Δεν με κατάλαβε. "Τόση ζέστα κι ούτε ένας τζίτζικας", ξαναείπα. Συμφώνησε απρόθυμα. Αλλού ήταν ο νους του. "Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους", κραύγασα κι έτρεξα στ' αμάξι. "Μα γιατί;" φώναζε ο φίλος το κατόπι μου.
Και σ' όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: "Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι".
www.protagon.gr

Tuesday, March 1, 2011

Ακούω την αγάπη..

Το κλεμμένο κλαδί..


Στη νύχτα θα μπούμε
για να κλέψουμε
ένα κλαδί ανθισμένο.

Θα περάσουμε τον τοίχο,
στον ερεβώδη ξένο κήπο,
δυο σκιές μες στο σκοτάδι.

Ακόμα δεν έφυγε ο χειμώνας,
και ξαφνικά η μηλιά
μοιάζει να έγινε
καταρράκτης αστεριών ευωδιαστών.

Στη νύχτα θα μπούμε
ως το τρεμουλιαστό της στερέωμα,
και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου
θα κλέψουν τ' αστέρια.

Και σιωπηλά,
στο σπίτι μας,
στη νύχτα και στο σκοτάδι,
με τα βήματά σου θα μπει
το άηχο βήμα της ευωδιάς
και με τα πόδια μ' άστρα γεμάτα
το διάφανο σώμα της άνοιξης.


Pablo Neruda

Tuesday, February 22, 2011

Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα..


Σου είπα:
-Λύγισα.
Και είπες:
-Μη θλίβεσαι.
Απογοητεύσου ήσυχα.
Ήρεμα δέξου να κοιτάς
σταματημένο το ρολόι.
Λογικά απελπίσου
πως δεν είναι ξεκούρδιστο,
ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος.
Κι αν αίφνης τύχει
να σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μη ριψοκινδυνέψεις να χαρείς.
Η κίνηση αυτή δεν θα 'ναι χρόνος.
Θα 'ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αυτοεκθρονίσου
από τα χίλια σου παράθυρα.
Για ένα 
μήπως τ' 'ανοιξες.
Κι αυτοξεχάσου εύχαρις.
Ό,τι είχες να πείς,
για τα φθινόπωρα, τα κύκνεια,
τις μνήμες, υδροροές των ερώτων,
την αλληλοκτονία των ωρών,
των αγαλμάτων την φερεγγυότητα,
ό,τι είχες να πείς
γι' ανθώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν,
το είπες. 



Κική Δημουλά

Monday, February 14, 2011

Η ζωή μου όλη: Σεξ ανήμερα του Βαλεντίνου


της Αναστασίας Λαμπρία
Από τότε που επιβλήθηκε η ρόδινη γιορτή της 14ης Φεβρουαρίου, ο Ροδόλφο έχασε κάθε κύρος και αίγλη, η μυθολογία για την ακατάβλητη σεξουαλικότητά του πέρασε στα αζήτητα και το πάνω χέρι πήρανε οι γόητες τύπου κομμωτή που κυκλοφορούν με toy σκυλάκια στην Αναγνωστοπούλου. Όση πλήξη και πλήγμα του κιτς επί του γούστου μου μου προκαλεί όμως αυτή η θύελλα του μαζικού και τυποποιημένου τριαντάφυλλου, του δευτεροκλασάτου κοσμήματος και της τριτοκλασάτης σαμπάνιας (όχι με μι και πι  αλλά με b), τόσο και χειρότερο βγάζω πράσινες λειχήνες και έρπητες απειλητικούς με την άλλη όχθη που αντιγυρίζει το απόλυτο ψεύδος “ο έρωτας γιορτάζει κάθε μέρα” (καμαρότε τον κουβά). Αυτή η έμφυτη τάση των ανθρώπων για το μπανάλ είναι ανίκητη. Είναι αυτή που οδηγεί στη βεβαιότητα ότι πχ τα κόκκινα στρινγκ είναι ένα σίγουρο όπλο για την καλή συνεύρεση.
Σεξ και Βαλεντίνος είναι έννοια τόσο αντιφατική όσο και σεξ την ημέρα του γάμου, εκτός κι αν βρίσκεσαι σε συνθήκες δεκαετίας 1930 και πρέπει σώνει και ντε να ντουφεκίσεις το ματωμένο σεντόνι.  Για ένα μοναδικό και απλούστατο λόγο: Ο έρωτας (όπως και οι παντρεμένοι) δεν γιορτάζουνε ποτέ: είναι το μόνο σημείο, με μια μικρή, ασήμαντη παραλλαγή, (τι παντρεμένοι εντέλει τι χωρισμένοι!),  που με συνδέει με την Άντζελα . Αυτό το βαθύ μαβύ συναίσθημα με τις δηλητηριασμένες αστραπές που σου τρώει και ξεσκίζει τα σωθικά δεν γιορτάζει γιατί άπαξ και βγει στο φως, σβήνει και παύει. Δεν είναι Σελίν Ντιον ούτε Χατζηγιάννης - είναι Μικ Tζάγκερ και Καίτη Ντάλη . (Αντώνη, σ΄ευχαριστώ).
Γι’ αυτό λοιπόν αγαπητοί ας δουλέψουν σήμερα οι ανθοπώλες, ζαχαροπλάστες, κοσμηματοπώλες μπας και σκάσει ένα χαμόγελο το βασανισμένο τους χειλάκι αλλά ας την ονομάσουμε επιτέλους αυτή τη μέρα Γιορτή των αγαπημένων κι ας αρχίσουμε βόλτες και φιλιά σε ξαδέρφια,θείες, μπαρμπάδες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Οι ερωτευμένοι παραμένουν κρυμμένοι στα έγκατα του πάθους που τους τρώει και τους καίει. Για το λίγο, όσο...
  
www.protagon.gr

Η αγάπη ~ Χαϊνηδες

Saturday, February 12, 2011

«Αραβας τρομοκράτης στην Αθήνα»

«Άραβας τρομοκράτης βρίσκεται στην Ελλάδα και ετοιμάζει θεαματική επίθεση», ισχυρίζεται σε δημοσίευμά της στο φύλλο του Σαββάτου  η ιταλική εφημερίδα Corriere della sera.

«Αραβας τρομοκράτης στην Αθήνα»
Όπως αναφέρει η εφημερίδα του Μιλάνου, «ο Άραβας τρομοκράτης Γκαλέμπ Ταλέμπ βρίσκεται στην Ελλάδα και ετοιμάζει θεαματική επίθεση, η οποία θα πραγματοποιηθεί σε ελληνικό έδαφος, ή σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα».
Σύμφωνα με τoδημοσίευμα, ο νεαρός τρομοκράτης είναι μέλος της λιβανέζικης οργάνωσης «Φατάχ Αλ Ισλάμ», η οποία θεωρείται ότι έχει στενές σχέσεις με την στην Αλ Κάιντα. Ο Ταλέμπ, φέρεται να έχει «υπό τις εντολές του», αρκετούς εξτρεμιστές.
 Η εφημερίδα του Μιλάνου προσθέτει πως «ο Ταλέμπ έφτασε στην Αθήνα πριν λίγους μήνες και δραστηριοποιήθηκε αμέσως, προκειμένου να διευκολύνει την είσοδο στην Ελλάδα, μελών της οργάνωσής του, προερχόμενων από τον Λίβανο και τους οποίους εφοδίασε σε χρήματα και  πλαστά έγγραφα και διεύρυνε το δίκτυο επαφών τους».
Σύμφωνα, δε, με συνεργό του, που συνελήφθη πρόσφατα στο Λίβανο, «ο τρομοκράτης ξύρισε τα γένια του, ύστερα από σχετική άδεια, που έλαβε από ιμάμη- και κάνει ό,τι μπορεί για να συνδυάσει το "επάγγελμα του τρομοκράτη", με μία άνετη και ευχάριστη ζωή». Στους συντρόφους του συγκαταλέγονται και δύο Λιβανέζοι τρομοκράτες, που είχαν τοποθετήσει βόμβα σε τρένο στη Γερμανία, το 2006. Η έκρηξή της αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.
Κατά το δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας, η τρομοκρατική οργάνωση «Φατάχ Αλ Ισλάμ» στρατολογεί τα μέλη της στη Συρία, την Υεμένη, τις χώρες του Περσικού Κόλπου και την Παλαιστίνη. Η μέθοδος, που ακολουθεί, είναι εκείνη της Αλ Κάιντα και έως τώρα θεωρούσε κύριο στόχο της, τις δυνάμεις του ΟΗΕ στον Λίβανο. Επειδή, τελευταία, οι επικεφαλής της οργάνωσης μπήκαν στο στόχαστρο των υπηρεσιών δίωξης στη χώρα δράσης τους, αποφάσισαν να υιοθετήσουν τη μέθοδο της «διασποράς των μελών».
Τέλος, η εφημερίδα αναφέρει ότι στην Ελλάδα, ο Ταλέμπ φέρεται να χρησιμοποιεί μικρά διαμερίσματα, να καταφέρνει να βρίσκει χρήματα και διαβατήρια και να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, πολλαπλούς τρόπους διαφυγής.
Πριν από τον Γκαλέμπ Ταλέμπ, σύνδεσμος της «Φατάχ Αλ Ισλάμ» στην Αθήνα -σύμφωνα με την εφημερίδα του Μιλάνου - ήταν ο Μοχάμαντ Μούσα, ο οποίος, όμως, «αντικαταστάθηκε» πριν από έναν χρόνο.
www.ethnos.gr

Busca Ritmo..

Friday, February 11, 2011

Παραιτήθηκε ο Μουμπάρακ..

Την παραίτηση του Χόσνι Μουμπάρακ ανακοίνωσε πριν από λίγο ο αντιπρόεδρος Ομάρ Σουλεϊμάν. Την εξουσία αναλαμβάνει το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο. Ξέφρενοι πανηγυρισμοί στο Κάιρο από χιλιάδες ανθρώπους στην κατάμεστη πλατεία Ταχρίρ.

Tuesday, February 8, 2011

Parisienne Walkways..

First Listen: PJ Harvey, 'Let England Shake'



PJ Harvey's eighth album, out on Feb. 15, finds the singer turning her gaze outward, toward the political situation in her homeland of England. The topics are as bleak and violent as they were on her most lacerating work, but this time the subjects are soldiers falling in battle ("like lumps of meat") and landscapes that have been torn up, both physically and spiritually. Much of Let England Shake feels like an elegy for not just her homeland, but also the entire world; the bitterness behind the title of "This Glorious Land" is underlined by words like, "Our lands are plowed by tanks and feet, feet marching."
Harvey composed the music after writing the lyrics — a process that took her about a year and a half — and the dreamy nature of many of these songs directly contrasts the brutality within. The autoharp is the defining instrument here, and its slightly tinny tone creates an atmosphere that's not of this world.
An early version of the title track, which she performed on a BBC talk show in front of former U.K. Prime Minister Gordon Brown, had her winding her high-pitched singing and autoharp around a sample of the standard "Istanbul (Not Constantinople)." The version on the album dispenses with that sample, but other songs here do directly incorporate snatches of others' work — a loop of Niney the Observer's "Blood and Fire" here, a borrowed line from Eddie Cochran's "Summertime Blues" there — and the way they're used only heightens the singularity of Harvey's vision, which has been the one thing unifying the disparate albums she's released in her remarkable 20-year career.


Listen:
http://www.npr.org/2011/02/06/133495228/first-listen-pj-harvey-let-england-shake


PJ Harvey.
EnlargeCourtesy of Vagrant Records


Saturday, February 5, 2011

Όλα για την υγεία μου..

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ MOU 
Τίτλος: Το τελευταίο μου τσιγάρο...


Σάββατο 5 Φεβρουαρίου στις 16:20 στο Μega Channel


ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ MOU

"Σβήσε το τσιγάρο. Μπορείς! Με ή χωρίς βοήθεια, νίκησε την εξάρτηση". Με αυτή την προτροπή, η εκπομπή «'Ολα για την υγεία mou» με τον Μιχάλη Κεφαλογιάννη στο MEGA, καλεί τους καπνιστές να κάνουν μια πράξη γενναιότητας για τους ίδιους και σεβασμού για τους γύρω τους.
Στο στούντιο φιλοξενείται ένας αμετανόητος καπνιστής, που  καπνίζει περισσότερα από 35 χρόνια και δέχεται να κάνει μια εξέταση για να δει την «ηλικία» των πνευμόνων του και να έρθει έτσι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα.
Οι επιστήμονες δεν μένουν στις γνωστές συνέπειες του καπνίσματος. Αναδεικνύουν την αδυναμία που γεννά η εξάρτηση από το τσιγάρο, τις επιπτώσεις στο δέρμα των γυναικών και τη σεξουαλική ζωή των ανδρών. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην εγκυμοσύνη αλλά και στο λεγόμενο τριτογενές κάπνισμα, τον "αόρατο" δηλαδή καπνό του τσιγάρου που επικάθεται παντού.
Mια παρέα τεσσάρων νέων -καπνιστών και μη- "ανακρίνει" σε μια διαφορετική και ανατρεπτική συνέντευξη στο Γκάζι τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο για την αδυναμία εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου.
Επίσης, προβάλλεται η συνέντευξη που έκανε ο Μ. Κεφαλογιάννης στον ερευνητή Τζόναθαν Κο, ο οποίος ανακάλυψε το φάρμακο κατά του καπνίσματος, όταν έχασε τον πατέρα του από σοβαρή ασθένεια των πνευμόνων
Τέλος, οι ειδικοί αλλά και τρεις δημοφιλείς ηθοποιοί, που έχουν κόψει το κάπνισμα, η Σμαράγδα Καρύδη, ο Αντώνης Καρυστινός και η 'Αννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, μας μιλάνε για την διαδικασία διακοπής του καπνίσματος.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Παρουσίαση: Μιχάλης Κεφαλογιάννης
Αρχισυνταξία: Μιχάλης Κεφαλογιάννης, Δήμητρα Τζούβελη
Επιμέλεια Εκπομπής: Θανάσης Τρομπούκης
Σκηνοθεσία: Δήμος Παυλόπουλος
Διεύθυνση Παραγωγής: Λίτσα Δελή 

Friday, February 4, 2011

One hundredth of a second..

Μετά το ρήμα «αγαπώ», το «βοηθώ» είναι το πιο ωραίο, το πιο δυνατό ρήμα στον κόσμο και μπορεί να σε κατασπαράξει.... 

Tuesday, February 1, 2011

Φύσηξε ο Βαρδάρης..

Η φωτογραφία της ημέρας..


                    A protester in Tahrir Square wrote on his forehead: “We are free”

Πηγή: Arabawy