Sunday, October 31, 2010

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού..



Ανεβήκαμε στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε 
λουλούδια από τον ουρανό. 
   Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που 
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα 
του ήλιου. 
   Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά. 
   Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα 
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή. 
   Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται 
στο νερό. 
   Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε 
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο. 
   Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των 
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του 
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και 
τρυφερό σαν του Χριστού. 



Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα. 
   Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι 
πιο πολύ απ’ τ’ άστρα. 
   Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα 
σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν 
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από 
πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο. 
   Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν 
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της 
γαλήνης. 
   Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι. 
   Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα. 
   Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη 
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο. 
   Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου 
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. 
   Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. 
   Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν. 
   Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες 
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά 
με το φεγγάρι. 
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας 
πεταλούδας. 
   Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια 
ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και 
πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας. 
   Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει 
τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως. 
   Φαίνεται κάπου η θάλασσα. 
   Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει. 
   Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που 
παίζουνε στον κάμπο. 
   Φέρε το ξύλινο αλογάκι με την κόκκινη σέλα, να κυνηγήσουμε τους 
ίσκιους των νερών προτού μας προφτάσει το βράδυ με τα μεγάλα 
παραμύθια της χειμωνιάτικης φωτιάς. 
   Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες 
του δάσους. 
   Οι θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδιά τους και λουζόνταν κρυφά 
στο ποτάμι. 
   Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα 
σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι 
αγκάλιαζαν τα δέντρα. 
   Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα. 
Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης κι οι 
σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες 
πίσω απ’ τις πέτρες. 
   Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη. 
   Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας 
για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι. 




Είχαμε φτιάξει ένα αμάξι με καρυδότσουφλο. Μια κουβαρίστρα 
βάλαμε για ρόδες. Ζέψαμε δυό μυρμήγκια και φορτώσαμε τριφύλλι.. σε 
κανέναν μην πεις που πηγαίνουμε. 
   Ο αντίλαλος του πηγαδιού ακούει κι οι σπηλιές ξαναλέν τη φωνή μας. 
   Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι 
στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών. 
   Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν. 
   Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας 
κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες. 
   Μπαίνουμε στη μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα που ‘ναι γιομάτη 
αγριόχορτα και ξύλινους σταυρούς, και ψάχνουμε αν βρούμε άγριες 
βιολέτες να πλέξουμε στεφάνια για τα μαλλιά των κοριτσιών. 
   Ο δρόμος από κει και πέρα είναι ίσιος κι οι αγωγιάτες τραγουδάνε το 
τραγούδι του τρύγου μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι. 
   Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής 
γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο. 
   Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα 
μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη 
σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου,  τη μικρή εκκλησίτσα με τα 
κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος, 
τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια. 
 Δεν ήξερες την αρχιτεκτονική των τριαντάφυλλων, μήτε τον τρόπο 
που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα. 
   Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες και 
τα κορίτσια. 
   Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι 
μαργαρίτες να χαιρετήσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς 
φορτίο σκιάς και θύμησης. 
   Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζοντας το 
καπέλο, κι έλεγες μόνο τα λουλούδια «ευχαριστώ» κάθε φορά που δεν σ’ 
άκουγε κανένας. 
   Ύστερα βιάστηκες πολύ να μεγαλώσεις, να φορέσεις μακριά 
παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευχαριστώ», να 
χτίσεις ένα τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια λυπημένη αχτίνα στην 
άδεια κάμαρα της ευωδιάς. 
   Τώρα ζητάς να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαριστώ» 
που τόσα χρόνια ζήταγες να ξεχάσεις. 

Γιάννης Ρίτσος
Απόσπασμα από το  Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

Friday, October 29, 2010

Η στιγμή..

Η φωτογραφία της ημέρας..


Δαμασκός 2006
H εφτάχρονη Σύρια πιτσιρίκα που πουλάει γλυκίσματα στο δρόμο της Δαμασκού 
και ταυτόχρονα γράφει τα μαθήματά της (!) δεν αφήνει με τίποτε τον Wasim Kheir Beik 
να  την φωτογραφήσει. 
Τελικά ο φωτογράφος του πρακτορείου SANA πήρε αυτό που ήθελε με φακό από 30 μέτρα 
απόσταση, μαζί και το πρώτο βραβείο φωτογραφίας για το 2007 από την Ένωση Αραβικών Πρακτορείων Ειδήσεων.
Πολλά τα μηνύματα....

Τα πάθη της βροχής..


Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

Κική Δημουλά

Thursday, October 28, 2010

Γιώργος Σεφέρης: πώς έζησε την 28η Οκτωβρίου 1940


O Γ. Σεφέρης, το 1940, υπηρετούσε στο υπουργείο εξωτερικών και υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας  ιστορικών γεγονότων. Οι εμπειρίες του απ΄ εκείνες τις ημέρες καταγράφονται στον γ΄τόμο των απομνημονευμάτων του
Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: « έχουμε πόλεμο ». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως.
Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας. Αμέσως μετά τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας.
Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.
Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της.
Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη. Πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. Στη γωνία Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο. Τώρα όλοι μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας».
Ο βασιλιάς με ύφος νέου αξιωματικού. Υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε. Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:-είστε βέβαιος; και των Γερμανών; -Και των Γερμανών είπα. -Τι δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις: -Πέστε τους πως τώρα είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα. . Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Αλα Λιτόρια» .
Γιώργος Σεφέρης Μέρες Γ΄ 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 194, εκδ.ΙΚΑΡΟΣ
www.24grammata.com

Ξυπόλητο τάγμα..



Ένας Κωνσταντινοπολίτης (γεν. 1909)  που μεταναστεύει στην Αμερική ο Γρηγόρης Θαλασσινός ή Γκρεγκ Τάλας, σπουδάζει στο Αμερικανικό Πειραματικό Θέατρο Δραματικής Τέχνης της Νέας Υόρκης, το οποίο ακολουθούσε τη «μέθοδο Στανισλάβσκι» και αργότερα πηγαίνει στη Μόσχα για να γνωρίσει τον ίδιο τον άνθρωπο μύθο τον Στανισλάφσκι.
Αργότερα, πηγαίνει  στην Ισπανία για να συναντήσει τον Λόρκα και μαθητεύει κοντά του ακολουθώντας τον για 6 μήνες στις περιοδείες του με το πλανόδιο θέατρο Μπαράγκα.

Αυτός είναι ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε το "Ξυπόλητο τάγμα", μια ταινία με θέμα τη δράση των ηρωικών σαλταδόρων, τροφίμων των ορφανοτροφείων της Θεσσαλονίκης,  που μια και τα έκλεισαν οι Γερμανοί,  αναγκάστηκαν να γυρνούν στους δρόμους κλέβοντας από Γερμανούς και μαυραγορίτες για να συντηρούνται.

Η ταινία γυρίστηκε με κομπάρσους, παιδιά από αναμορφωτήρια, και για αυτήν, όταν την είδε στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου ο Βιττόριο ντε Σϊκα είπε, «Αν είχες γυρίσει αυτή την ταινία προτού γυρίσω εγώ τον Κλέφτη των Ποδηλάτων τότε σήμερα θα ήσουν εσύ ο Ντε Σίκα!»


Η Μουσική της ταινίας είναι του Μίκη Θεοδωράκη και είναι η πρώτη ταινία που βραβεύτηκε σε διεθνές φεστιβάλ. Πήρε το Μέγα βραβείο το 1955 στο Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου

«Παραμύθι χωρίς όνομα» ~ Το καλύτερο γιατρικό



«…Εκείνη τη φοβερή εποχή, μέσα στην αντάρα του πολέμου, άρχιζα λίγο λίγο να μαθαίνω ανάγνωση, παρακολουθώντας τον αδελφό μου που είχε αρχίσει να πηγαίνει σχολείο, αλλά και τον πατέρα μου που διάβαζε ώρες ατελείωτες κάθε βράδυ. Το 1943, λοιπόν, μόλις που είχα κλείσει τα έξι, κατάφερα να διαβάσω για πρώτη φορά το Παραμύθι χωρίς όνομα της Πηνελόπης Δέλτα.
            Θυμάμαι ολοζώντανα την ευεξία που ένιωσα στο τέλος˙ την πεποίθηση ότι αξίζει κανείς να μάχεται για το καλό και το δίκιο, όπως κατάλαβαν κι έπραξαν τελικά οι κάτοικοι της χώρας των Μοιρολατρών˙ την ελπίδα που φούντωσε μέσα μου ότι ο πόλεμος θα τελειώσει˙ ότι από τα ερείπια, την πείνα και το θάνατο που έβλεπα γύρω μου θ’ αναστηθεί μια χώρα όμοια μ’ εκείνη που κατάφεραν να ξαναφτιάξουν οι Μοιρολάτρες, όπως την περιέγραφε προς το τέλος του παραμυθιού ο αποσταλμένος του εχθρού τους:

            «... Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι και όλα τα σπίτια καλοχτισμένα και ασπρισμένα. Είδα χωριά όπου όλα τα καλύβια είναι νοικοκυρεμένα και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά. Είδα χωράφια και χωράφια, σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι, και κουκιά και καλαμπόκια. Είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται όσο δε φθάνει μάτι ανθρώπου... Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια παντού, και δεν είδα ζητιάνο κανένα!»[i]
            Ναι, θυμάμαι πάντα εκείνη την ευφορία κι εκείνη τη σιγουριά που ένιωσα κλείνοντας το βιβλίο, ότι τελικά θα υπάρξει ένας κόσμος ειρηνικός, μια ζωή που ν’ αξίζει κανείς να τη ζήσει. Εκείνη, δίχως άλλο, πρέπει να ήταν  η πρώτη φορά που «κόλλησα» το μικρόβιο της ευεξίας.
           Από τότε, το Παραμύθι χωρίς όνομα είχε γίνει το γιατρικό μου για την απελπισία. Γι’ αυτό και πλήθος ήταν οι φορές που από τότε το ξαναδιάβασα…”

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Το μικρόβιο της ευεξίας – Γράφοντας βιβλία για παιδιά»

Wednesday, October 27, 2010

Σαν καταιγίδα..

Η ιστορία της ιαχής «Aέρα»....


Οι στρατιωτικές ιαχές των Ελλήνων, μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο ήταν οι αρχαίες ελληνικές: αλαλά ή αλαλαί ή ελελεύ ή το εξευρωπαϊσμένο: χιπ, χιπ, ουρρά (hip, hip, hurrah). Η ιαχή “αέρα” πρωτοακούστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης 30 χρόνια πριν από το έπος του ΄40. Χρησιμοποιήθηκε σε εκπαιδευτική πορεία, από κάποιον στρατιώτη, κατά τη διάρκεια ανεμοστρόβιλου και το επανέλαβαν, χάριν ευθυμίας, οι υπόλοιποι. 
Από τότε, το επαναλάμβαναν συχνά, κάθε φορά που διαλυόταν ή συντασσόταν το Τάγμα (αρχικά, ήταν, δηλαδή, μία ζητωκραυγή, ένα “πείραγμα”, και όχι πολεμική ιαχή). Χρησιμοποιήθηκε, περιορισμένα, από τους Κρήτες και στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912, 1913, Ήπειρο και Μακεδονία) .
Το «αέρα» επισημοποιήθηκε, ως πολεμική ιαχή κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και σ΄αυτό συνέβαλαν, άθελα τους, οι Ιταλοί. Ο Ιταλικός φασιστικός στρατός χρησιμοποιούσε την ιαχή : «eja (προφ. : εγιά), eja, eja, alala». Ήταν μία ιαχή που είχε καθιερώσει ο ποιητής Gabriele d' Annunzio (1863–1938) στη διάρκεια του A' παγκοσμίου πολέμου (Αύγουστος του 1917). 
Η ηχητική ομοιότητα με την επανάληψη των φωνηέντων -α- και -ε- (στη λ. eja: προφ. εγιά) έφερε στο μυαλό των Ελλήνων την Κρητική ζητωκραυγή “αέρα” και ανταπέδωσαν καθιερώνοντας τη λ. αέρα, ως την πιο ηρωική ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας (διαβάστε αναλυτικά στα 24grammata.com την ιστορία της ιαχής και πως “φτήνυνε” στον εμφύλιο). Γιώργος Δαμιανός.
www.24grammata.com/


Tuesday, October 26, 2010

«Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»...

vietnam lacquer painting

Δυσπνέεις. Κατανοητό.
Πνιγηρή του καθενός μας η δύση.
Κάνε όμως κάτι , σκαρφάλωσε
ή
χτύπα συνθηματικά τον τοίχο
του διπλανού τρόμου
ή
έστω θυμήσου λίγο παράθυρο
να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος
ίσα να φέγγει να διακρίνεις
να μη χτυπάς πάνω στις κόγχες
της επίγνωσης.


Περιττό , περιττό
πότε το λίγο φως που μπαίνει
απο έναν κουφωτό άνθρωπο
κατανόησε το ορθάνοιχτο;
απαντάς κι αφήνοντας πίσω το νόημα
βρόντηξες με πάταγο το περιττό
ξεχνώντας πως του οφείλεσαι
αποκλειστικά.
Εκείνο έπεισε
την ξεροκέφαλη ανυπαρξία
να επιτρέψει την ύπαρξη
μόνον αυτή θα σε κάνει διάσημη
της είπε
αλλιώς θα παραμείνεις στην αφάνεια
μια αβλαβής εσαεί ανυπαρξία
κι εκείνο σε μετέφερε
από την εκεί σου έρημο στην εδώ
καβάλα στο πειθήνιο αναγκαίο
ταλαίπωρο να γονατίζει
πιο εξαντλημένο κι από την υπομονή.
Αλλά του περιττού ο βούρδουλας πέφτει
ζωογόνος.


Το ξεχνάς
σα να μη σε δίδαξε η τόση αντίφαση
ότι χωρίς το περιττό
στιγμή δε ζει το απαραίτητο.
Σύμφωνοι,
περιττός ο άνθρωπος
όμως για κάποιο λόγο αιώνια δες
τι απαραίτητος του είναι
του θανάτου.


Κική Δημουλά

Ομοφυλόφιλος, χασικλής και κομμουνιστής..

Οι τρεις φόβοι κάθε πατέρα για τον γιο του, τουλάχιστον στις δεκαετίες
'60 και '70. Για το τελευταίο, πλέον, κανείς γονιός δεν ανησυχεί, εκτός κι
αν ο κανακάρης τους πει ότι πάει διακοπές στη Β. Κορέα. Για τα άλλα
δύο, όμως, «σφάζονται» τα μέλη των αμερικανικών οικογενειών λόγω 
και των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου. Ετσι οι Δημοκρατικοί, που 
βλέπουν τον ρεπουμπλικανικό «τυφώνα» να έρχεται, τρώνε ηχηρό «χαστούκι» 
στη συντηρητική Αϊόβα, όπου οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν εναντίον των τριών 
δικαστών που ψήφισαν υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων. 














Αντίθετα, στην αμφίρροπη Καλιφόρνια, το «τσουνάμι» των νεολαίων 
υπό το σύνθημα «Yes we Cannabis», παραλλαγή του συνθήματος του
Ομπάμα «Yes we Can», πηγαίνει στην κάλπη με την ελπίδα-απαίτηση
ότι οι Δημοκρατικοί θα νομιμοποιήσουν τη χρήση της κάνναβης. 
Τελικά, ο μόνος που την πλήρωσε, ήταν ο έρμος ο κομμουνισμός... 














www.enet.gr

Στόματα χωρίς φωνή..

της Λουκρητίας
Δύο εβδομάδες. 14 μέρες. Είναι άραγε πολύς ή λίγος χρόνος; Αναλόγως ποιος απαντάει σ' αυτήν την ερώτηση. Για το έντομο το εφήμερον είναι ένα άπιαστο όνειρο. Μια αιωνιότητα. Μιας και ο κύκλος της ζωής του δεν ξεπερνάει τις 24 ώρες. Για τον Παπακαλιάτη θα μπορούσε να ήταν μια ολόκληρη τηλεοπτική σεζόν σαν sequel του "Δυο μέρες μόνο". Για τους πολίτες αυτής της χώρας είναι ένα μακράς διαρκείας stress test. Η αρχή του οποίου έγινε με τη διακαναλική συνέντευξη του ΓΑΠ.

Τον παρακολουθώ με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από το μουστάκι του. Έχω μαγευτεί. Το πιο περίεργο είναι ότι βλέπω Γιώργο, μα ακούω Μάινα. Είναι δυνατόν; Κι όμως είναι. Έχουν την ίδια μακρόσυρτη ομιλία κι ο σκηνοθέτης κάνει σωστή δουλειά, ζουμάροντας στο πρόσωπό του την ώρα που λέει "Εγώ έχω την ευθύνη". Περιμένω να δω την Λέχου, μα αντί αυτής το πλάνο δείχνει την Τρέμη. Από στιγμή σε στιγμή θα κατεβάσει την κάλτσα της να φανούν τα σημάδια, σκέφτομαι. Τίποτα.

Έχουν περάσει αισίως 120 ολόκληρα λεπτά και διαπιστώνω ότι τελικά η πολιτική μπορεί να λειτουργήσει σαν χρονομηχανή. Έχω γυρίσει πίσω στα μαθητικά μου χρόνια στο Λύκειο, όπου ξάπλωνα πάνω στο θρανίο ακουμπώντας το πηγούνι μου στην γόμα. Ένα βήμα πριν να αποκοιμηθώ από την βαρετή παράδοση του καθηγητή.

Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι, όπως και στο σχολείο, θα έχει και συνέχεια. Κάτι που έχει ήδη εκφραστεί κι από τα άλλα κόμματα. Ο ΓΑΠ θα δώσει συνέντευξη. Και γιατί να δώσει μόνο αυτός; Και ποιος θες να δώσει; Να δώσουμε όλοι. Το δημοφιλές παιχνίδι της κολοκυθιάς σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν πολύ διασκεδαστικό όταν ήμασταν μικροί δεν λέω, αλλά όταν αρχίζει να ερεθίζει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα σε επικίνδυνο βαθμό, τότε το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να τρέξω στο πλησιέστερο πηγάδι για να προμηθευτώ κάμποσα ηρεμηστικά. Έστω και ληγμένα. Ίσως τότε μπορέσω να μοιραστώ το ίδιο όραμα με εκείνους που μιλάνε για το μέλλον αυτού του τόπου.

Και μιλάνε πολύ οι άτιμοι. Το χειρότερο είναι ότι δεν λένε τίποτα. Στόματα που τα βλέπω στην τηλεόραση να ανοιγοκλείνουν και με αναγκάζουν να ψάξω εναγωνίως το τηλεχειριστήριο για να επιβεβαιώσω ότι δεν έχω το mute πατημένο. Κι όμως δεν είναι.

Σε μια στιγμή ακούω τον ΓΑΠ να λέει ότι θέλει από τους πολίτες να στείλουν το μήνυμα. Το ίδιο είχε πει κι ο Σαμαράς την προηγούμενη μέρα. Πρέπει να ζούμε σε παράλληλα σύμπαντα, σκέφτομαι, και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το δικό μας. Αλλιώς δεν εξηγείται. Εκτός κι αν έχουν κάνει συμφωνία κάτω από το τραπέζι με κάποια εταιρία κινητής τηλεφωνίας. Κοιτάω το κινητό μου. Δεν έχω λάβει τίποτα. Μπαίνω στον πειρασμό να εξαφανίσω τον φορτιστή για τις επόμενες 14 μέρες μπας και μείνω από μπαταρία. Να μην λάβω. Να μην στείλω. Θέλω την ησυχία μου.

Ορίστε ένα πολύ καλό δώρο που θα μπορούσαν να κάνουν τα κόμματα στους ψηφοφόρους. Να σιωπήσουν. Να αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν ήρεμα αυτές τις δυο εβδομάδες. Όχι τίποτα άλλο, αλλά έχω κι ένα ψευτοδίλημμα να απαντήσω στο κεφάλι μου. Με τα λίγα λεφτά που μου έχουν απομείνει μέχρι το τέλος του μήνα, να πληρώσω τον λογαριασμό της ΔΕΗ ή να πάω σούπερ μάρκετ;

www.protagon.gr