Tuesday, April 6, 2010
Η σελίδα του λοξού...
Έτη παθών με αμέτρητους ορεινούς όγκους και αυτοσχέδιους σταυρούς και μαυροφορεμένες μάνες να αναπολούν τα πρώτα κλάματα.
Μικρά όνειρα θαμμένα στις τενεκεδένιες μορφές. Ελπίδες γεμάτες από πρόσκαιρο χαμόγελο και θάνατο. Επίγειοι σιδερένιοι τοίχοι με μισάνοιχτα καπάκια και αδειανές απολαύσεις. Και χιλιάδες μικροί, να αμολιούνται χωρίς να σέρνουν μικρά παιχνίδια, μελαγχολικοί με σουφρωμένα χείλια, να παίξουν με τα πεταμένα σκουπίδια ενός απερίγραπτου μίσους.
Ο κόσμος τελείωσε, έσβησε μέσα στα αρρωστημένα σύμβολα που δημιούργησε.
Φυλακές, κάγκελα, σπασμένα γυαλιά μυτερά στα ντουβάρια, πολίτες φοβισμένοι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, παραδομένοι στις πλαστικές κάρτες, στα χρέη και στην κατανάλωση.
Και μια εξουσία ανήμπορη να αντιδράσει μπροστά στους απογόνους της.
Δυσωδία, μούχλα, σαπίλα που φτάνει μέχρι τα κόκαλα.
Ουδείς ξεχωρίζει, η παγκοσμιοποίηση της ξεφτίλας σε όλα τα επίπεδα.
Οι μορφές εξουσίας τρομοκρατούν, δολοφονούν η κάθε μια με τον τρόπο που εκπαιδεύτηκε.
Κι αφήνεσαι στον χαμό, τρισάθλιος δέκτης των φθόγγων μιας παρανοϊκής ορχήστρας. Πεζοδρόμιο χορταριασμένο και μπροστά τα οχήματα, να βρέχουν τον δρόμο με τα παραμιλητά της πικραμένης ανάσας.
Αθώοι νεκροί στη Μόσχα και δεν φτάνει πουθενά το γιατί, για να αποκαλύψει την ανθρωπιά.
Και εκείνος ο μικρός Αφγανός, «ο άτυχος μικρός Αφγανός» – όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τα μέσα μεταφοράς ειδήσεων – ανακάλυψε μες στον χαμένο θησαυρό τον θάνατο στη φιλόξενη χώρα.
Ο δεκαπενταετής Αφγανός, ο μικρός άγνωστος, ο Κανένας, ο προσδιορισμός ενός απλού βιολογικού υλικού, καμωμένο από σάρκα, δεν έχει τον κατάλληλο χρωματισμό, για να αναστατώσει τις γενιές των μεσημεριών.
Και κανένα πλήθος με κεριά δεν θα αναστατώσει με το δάκρυ του τις ασήμαντες σκέψεις και δεν θα μαζευτεί η νιότη σύσσωμη να τον αποχαιρετίσει και κανένας δρόμος δεν θα πάρει το όνομά του.
Και φυσικά ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει φωτογραφία στους τοίχους κάποιων παιδικών δωματίων.
Κι αφήνοντας την αηδία να ξεχειλίσει για τα καλά, άρχισα να φαντάζομαι όλη την πολιτική ακολουθία των ημερών και βγάζω το κασκέτο στον Γεώργιο τον Παπανδρέου, που με τον τρόπο του καταρράκωσε όλη τη δήθεν πολιτική ικανότητα της επικράτειας.
Ο Ρόλαντ Χάιφετζ, καθηγητής στο Χάρβαρντ, έδωσε σάρκα και οστά στην εξαγγελία της διά βίου μάθησης και το απουσιολόγιο γέμισε από δικαιολογημένους απόντες.
Καθαρή φωνή και βλέμμα ξάστερο, με μορφασμούς εγκλωβισμένους σε κιγκλιδώματα οδηγιών. Πλήρης αδιαφορία τεχνοκρατικού ύφους, για τις ανάσες στις μισοσκότεινες κάμαρες, ρητορείες και επιχειρήματα για τη χαμένη κλίμακα της ευτυχίας.
Κι έρχεται κι η πρωταπριλιά να αποδώσει την ερμηνεία του σύμπαντος. Και ο σαρκασμός, μηχανισμός ανατροπής προηγμένος, μονολογεί χωρίς σκιές και παράσιτα.
Κακόγουστη γιορτή άνευ σημασίας. Κάποτε θα πρέπει να φτιάξουν τα ανθρωποειδή και μια αληθινή μέρα. Που θα μαζεύονται όλοι μαζί, να αντικρίζουν το εξαφανισμένο κοκκίνισμα.
Έκανες να πάρεις μια ανάσα. Τα κατάφερες. Ένα παράπονο μοναχικό σύρθηκε.
Ούτε ένα φιλί! Το ζητιάνεψες πάνω στο ξύλο το σκληρό.
Και μαζεύτηκαν οι κτύποι στα μισοσκόταδα.
Κι αγριεύτηκαν τα μάτια της μακράς σειράς των φωνηέντων.
Τόλμησες και ξεκίνησες από την αρχή και δεν κατάλαβες ότι έφυγαν εκείνα τα γράμματα που σου ’χαν μάθει.
Ξεκίνησες ανάποδα να βρεις εκείνο τον χαμένο θησαυρό πεταμένο σαν θάνατο.
Σε εκείνα τα παγωμένα σκαλοπάτια.
Τη μεγάλη εβδομάδα του έτους 2010.
«Αυτός ο κόσμος είναι μια φυλακή»
Κατασκευή συμμετρική, τακτική δόμηση των κτηρίων που φιλοξενούν την προσποίηση των κανόνων.
Πλαίσιο μεταλλικό, ορθογώνια σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Κόκκινο το χρώμα της απόγνοιας, μουντζουρώνει την κανονικότητα της διάταξης.
Λέξεις βιαστικές, κακογραμμένες, ιχνογραφούν την παράσταση.
Ο κόσμος μια φυλακή με κάγκελα συμβολικά την κατανάλωση, την τηλεόραση, τους οπλοφόρους.
Ρητορική επανάσταση υπενθύμισης χαμένων ονείρων.
Συνθήματα διδασκαλίας πάνω σε τούβλα.
Περαστικοί αδιάφοροι, ευτυχισμένοι με τα όμορφα ρούχα τους, αφημένοι στη χαρά την πρόσκαιρη, στην ψευδαίσθηση κάποιων ηλιαχτίδων, δεν αντιλαμβάνονται τον σχολικό πίνακα του δρόμου.
Κι ο ρομαντικός ζωγράφος της ζωής της άλλης, αποσπά για λίγα δευτερόλεπτα την προσοχή δίνοντας με την ένταση του χρωματισμού την αληθινή υπόσταση της πραγματικότητας.
Και οι γιορτές οι μεγάλες ξεγελούν, προσφέροντας απλόχερα την ξεχασιά σε ένα τσούγκρισμα φωνών, ευχών και δακρύων.
Και ακόμα και στους τοίχους λαμπριάτικα τα χρώματα σε φωνάζουν να ξυπνήσεις.
www.topontiki.gr
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment