Wednesday, March 31, 2010
Τα ρω του έρωτα..
Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω
Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδα
Σ' έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατώ
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατώ
Σού' χτισα μια Σαντορίνη
με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λιθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά
Θα κλείσω μια θα κλείσω δυό
την απάλαμη των χαδιώ
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις
Έλα να γίνουμε δυο ζώα
σε μακρινούς να πάμε τόπους
Όπου τα πλάσματα τ'αθώα
να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους
Άκουσα μες στον ύπνο σου
που κολυμπούσε ο κύκνος σου
Τα δυο μας τα ονόματα
ν' αλλάζουν χίλια χρώματα
Τα χέρια μου τ'αδίσταχτα
πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει
Τα μάτια σου τ'ανύσταχτα
της ρίχναν άνθη να χορτάσει
Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο
και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που'ναι όλα τα μέρη
Το'να που απόμεινε ίσως θα'βρω
Μου'φυγ'ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά
Σ'ένα λιμανάκι μωβ
ξύπνησα τα χαράματα
Όχι να γίνω Ιώβ
μήτε να μάθω γράμματα
Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
Μα'ναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η Τύχη
Φύγε απο 'κει μωρέ πουλί
και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε να δεις:
ίσα που παίρνει δυο καρδιές
Σταμάτα μου την αστραπή
ν'ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα'ρθω να σε πάρω
Την αγάπη μια τη λες
την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ΄όλες δίνεσαι
Περνώντας απ' τις λυγαριές
κάποιος μου το μουρμούρισε
Τό'παν οι σκύλοι στις αυλές
κι η γάτα το χουρχούρισε
Κάνε το Μωαμεθανό
να προσκυνώ στη Μέκκα
Και να σε πάρω μια και δυο
και εφτά φορές γυναίκα
Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
Κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα
Η χαρά μου για να παίξει
διάλεξε κοπέλες έξι
Κάθε μια κι από μια λέξη
να τη λέει ώσπου να φέξει
Ένα κύμα μέσα σ' όλα
έγια λέσα έγια μόλα
Πήρε τα κρυφά μας λόγια
να τα κάνει κομπολόγια
Αυτό που λέμε "σ'αγαπώ"
στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ'το πω
και να σου το φυσήξω
Λένε πως κατιτίς κοιμάται
μέσα στης θάλασσας τον πάτο
Κάποια που πια δεν το θυμάται
μ'έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω
Σαν κάποιος ν'αναστέναξε
ή να 'κοψ' ένα μενεξέ
Ραγίστηκεν ο ουρανός
και φάνηκε ο κατάμονος
Τι να 'γινε το μαξιλάρι
που'χε απ'τα λόγια μας γεμίσει
Στον ουρανό θα το'χει πάρει
άγγελος για ν'αποκοιμίσει
κάτι που πια δε θα γυρίσει
Μόνο που κοιτάχτηκες
μέσα στο πηγάδι
Στην ηχώ σου πιάστηκες
σαν σε παραγάδι
Να σου δένω τα μαλλιά
με χρυσόν αστάχυ
Και να λένε τα πουλιά
ο που τά'βρε ας τα'χει
Μες στου κήπου το σκοτάδι
φέγγεις μόνο με το χάδι
Όμως όταν μπεις στο σπίτι
σβήνεις τον Αποσπερίτη
Να'χα μια γομολάστιχα
να πιάνει στα Γραμμένα
Να σβήσω τα τετράστιχα
και να κρατήσω εσένα
Οδυσσέας Ελύτης
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment