Sunday, February 28, 2010

Oι τελευταίοι μποέμ του Chelsea Hotel...


Είναι οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς και οι «μπίτνικ» παλαιάς κοπής που επιμένουν να ζουν και να εργάζονται στον πιο ιδιαίτερο χώρο καλλιτεχνικής δημιουργίας στην ιστορία της Αμερικής. Λίγο πριν χάσει το μποέμικο χαρακτήρα του, επισκεφθήκαμε το «Chelsea Hotel», το θρυλικό ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης όπου έχουν ζήσει κατά καιρούς –συχνά με αντάλλαγμα έναν πίνακα ή ένα χειρόγραφο– μερικοί από τους διασημότερους καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα. Τα «ψέματα» όμως τελειώνουν από τη στιγμή που η διεύθυνση επιθυμεί να ελευθερώσει τα δωμάτια των «μόνιμων» για τους τουρίστες που θέλουν να ζήσουν λίγη από τη μυθολογία του κτιρίου.

Η αποστολή μου ήταν αρκετά απλή. Θα έμενα στο θρυλικό ξενοδοχείο «Chelsea Hotel» για είκοσι μέρες, όπου θα συναναστρεφόμουν (όταν δεν θα περιφερόμουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης) τους εκκεντρικούς ενοίκους που υπέθετα ότι διέμεναν ακόμη στο «Μονπαρνάς» της Νέας Υόρκης, στην 23η Στριτ. Επιπλέον ήλπιζα να συναντήσω κάποιο φάντασμα των γραμμάτων ή των τεχνών και, αν ήμουν τυχερός, μια μούσα.
Από την πρώτη στιγμή πρόσεξα στην πρόσοψη του ξενοδοχείου τις τιμητικές πλακέτες δίπλα στην πόρτα εισόδου. Δήλωναν ότι, μεταξύ άλλων, είχε μείνει εκεί ο Μαρκ Τουέιν και ότι ο Τόμας Γουλφ είχε ζήσει σε μια γωνιακή σουίτα. Αντιλαμβάνεσαι αμέσως το ειδικό βάρος του κτιρίου, το οποίο επί δεκαετίες αποτελούσε μια κυψέλη δημιουργίας. Μια άλλη επιγραφή αναφερόταν στη διαμονή του Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, ο οποίος, για ένα διάστημα, κατάφερε να κόψει το ποτό όσο ζούσε στο «Chelsea» – κάτι που δεν ισχύει για τον Ντίλαν Τόμας. Η επιγραφή που είναι αφιερωμένη στον Oυαλό ποιητή εξηγεί ότι «σάλπαρε» από το δωμάτιό του προς τη «White Horse Tavern», την αγαπημένη του παμπ, για να καταναλώσει άφθονο ουίσκι (λέγεται ότι ήταν 18 ποτήρια) που τον «έστειλε» (οριζοντιωμένο σε κώμα) στο νοσοκομείο «Σεντ Βίνσεντ».
Προχωρώ στο λόμπι. Πίνακες ζωγραφικής δεξιά και αριστερά στους τοίχους. Κάθε τετραγωνικό εκατοστό του τουβλόχτιστου κτιρίου των 12 ορόφων είναι καλυμμένο με έργα τέχνης. Όλα έχουν φιλοτεχνηθεί από πρώην και νυν ενοίκους. Η πορεία μου προς τη ρεσεψιόν μπλοκάρεται από ένα χοντρό σκύλο, ο οποίος είναι ξαπλωμένος στη μέση του διαδρόμου. Λίγο αργότερα συνειδητοποιώ ότι σχεδόν κάθε μοναχικός ένοικος διαθέτει και από ένα τετράποδο.
Στη ρεσεψιόν απαιτώ ένα δωμάτιο με ιστορία. «Όλα έχουν ιστορία», μου απαντά κοφτά ο υπάλληλος, δίνοντάς μου το κλειδί για το δωμάτιο 410. Ανεβαίνοντας, ανακαλύπτω ότι δεν έχει μίνι μπαρ, όπως κανένα από τα δωμάτια. O εξοπλισμός περιλαμβάνει ωστόσο ένα παλιό πιάνο, βικτοριανό μαρμάρινο τζάκι, έναν ταλαιπωρημένο δερμάτινο καναπέ, κουζίνα, πολυχρησιμοποιημένα αλλά καθαρά σεντόνια – το «Chelsea Hotel» είναι μόλις τριών αστέρων. Μόνο μια LCD τηλεόραση πάνω σε ένα φθαρμένο κομοδίνο «μαρτυρούσε» το σήμερα. Κάθε δωμάτιο του ξενοδοχείου έχει τη δική του ξεχωριστή διακόσμηση και επίπλωση. Oύτε λόγος φυσικά για γυμναστήριο και ρουμ σέρβις, αλλά μπορείς να καπνίσεις σε κάθε δωμάτιο.
Ένας δανδής-τυχοδιώκτης
Μπαίνω στο ασανσέρ μαζί με έναν κύριο. Περπατούσε με άνεση στο χώρο και χαιρετούσε ονομαστικά τους υπαλλήλους. «Μόνιμος», είπα από μέσα μου. Ένας από αυτούς που καταλαμβάνουν σήμερα τα μισά από τα 250 δωμάτια του «Chelsea Hotel» και που έχουν υπογράψει σύμβαση μακροχρόνιας ενοικίασης. Συστήνομαι. «Έλα πάνω στο 703 να τα πούμε, μπορείς και να με φωτογραφίσεις». Τον φωτογράφιζα τα απογεύματα επί τέσσερις μέρες. Απολάμβανε να ποζάρει μπροστά στο φακό σαν αστέρας του βουβού κινηματογράφου. Ένας πραγματικός δανδής του «Chelsea Hotel».
Φιλόξενος, πρόσφερε κόκκινο χιλιανό κρασί και του άρεσε να διηγείται ιστορίες που μαρτυρούσαν το τυχοδιωκτικό παρελθόν του. Μου συστήθηκε ως «καλλιτέχνης» (τι άλλο;).
Ένοικος του «Chelsea Hotel» εδώ και 30 χρόνια, ο Βαν Ες είχε κάνει αμέτρητες φορές «νέα αρχή» στη διάρκεια της 62χρονης ζωής του. Γεννημένος στη Χάγη της Oλλανδίας. Ανθρακωρύχος. Μπάρμαν στην ερημιά του Δυτικού Καναδά. Υπάλληλος ξενοδοχείου στο Βανκούβερ, διαφημιστής στη Μάντισον Άβενιου. Από το 1997 επιτυχημένος σχεδιαστής και διακοσμητής εσωτερικών χώρων με εκλεκτή πελατεία: Τζόνι Ντεπ και Νίκολας Κέιτζ και άλλοι πολλοί.
Στον ελεύθερο χρόνο του ζωγράφος, μποξέρ (γνωστός ως «The Dutch Bomber») αλλά και έμπειρος «καπετάνιος» – την 11η Σεπτεμβρίου μετέφερε με το σκάφος του επιζήσαντες από την προβλήτα του Τραϊμπέκα στο Νιου Τζέρσι, έξω από το Μανχάταν. «Αγαπώ το “Chelsea Hotel” γιατί θυμίζει την παλιά Νέα Υόρκη, όταν ήταν ακόμη ένας γοητευτικός μικρόκοσμος», εξηγεί ο Βίλεμ. Την ατμόσφαιρα αυτή διατηρεί το αγαπημένο του στέκι, το μπαρ «Κόρνερ Μπίστρο», ένα από τα τελευταία μποέμικα μπαρ της Νέας Υόρκης, στο Γουέστ Γκρίνουιτς Βίλατζ. «Το καλύτερο χάμπουργκερ στη Νέα Υόρκη», μου λέει και μου προτείνει να το επισκεφτώ καθημερινή.
Όλοι οι καλοί χωράνε
Παρέα με τον Βίλεμ, χτυπάω την πόρτα του δωματίου 215, στο οποίο ζει, τα τελευταία 15 χρόνια, ένας αμετανόητος οπαδός του Μπομπ Ντίλαν, ο κινηματογραφιστής Τζεφ Κόρτνεϊ. Ένα μικρό στούντιο που ήταν κάποτε μέρος της σουίτας, με τον αριθμό 211, στην οποία ζούσε ο Ντίλαν στα ’60s. «Εδώ εικάζεται ότι έγραψε ο Ντίλαν το μεγαλύτερο μέρος του “Blonde on blonde”», μου εξηγεί ο ένοικος. Είναι φανερό ότι ο χώρος λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης για τον ίδιο. Υπνωτισμένος από τις δημιουργικές δονήσεις του δωματίου, ο Κόρτνεϊ έχει μεταμορφώσει το χώρο σε τέμενος του σπουδαίου τραγουδοποιού. Αφίσες, εξώφυλλα δίσκων και μεμοραμπίλια είναι αναρτημένα σε ράφια και τοίχους.
Μια άλλη μέρα, εισέβαλα σε ένα γκρουπ ξενάγησης που οργανώνει τακτικά ο παλαιότερος υπάλληλος του ξενοδοχείου, ο Τζέρι Γουάνστιν. Παρουσιάζει τα έργα τέχνης που είναι αναρτημένα στους διαδρόμους του ξενοδοχείου και αναφέρεται στην ιστορία που κρύβουν. Μας οδηγεί, μεταξύ άλλων, στο δωμάτιο όπου έγραψε ο Άρθουρ Κλαρκ το «2001: Η οδύσσεια του διαστήματος», στο δωμάτιο όπου ζούσε ο Ντι Ντι Ραμόν (των The Ramones), αλλά και στο πιο διαβόητο στην ιστορία της ροκ: το δωμάτιο με το νούμερο 100. Εκεί όπου ο Σιντ Βίσιους, ο μπασίστας των Sex Pistols, κατηγορήθηκε ότι μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τη φίλη του, Νάνσι Σπούνγκεν.
Παραδόξως, στο «Chelsea Hotel» ζουν και οικογένειες, έστω και με καλλιτεχνική φύση. Όπως αυτές των Μάικλ Ριπς (δικηγόρος και συγγραφέας) και Σίλα Μπέργκερ (ζωγράφος), Σάλι Σίνγκερ (αρχισυντάκτρια της αμερικανικής «Vogue») και Τζόζεφ O’Νιλ (συγγραφέας του ευπώλητου και αγαπημένου βιβλίου τού Oμπάμα, «Netherland»). Τα ανήλικα παιδιά τους παίζουν ανενόχλητα στο λόμπι του ξενοδοχείου.
«Oι μόνιμοι ένοικοι παραμένουν εδώ μέχρι να πεθάνουν, κάποιες φορές βίαια, άλλες ήσυχα, εκτός κι αν αποχωρήσουν νωρίτερα λόγω των ποντικιών ή των κατσαρίδων ή λόγω των “μυστήριων” ανθρώπων που βλέπουν στο ασανσέρ», μου εξηγεί ο συγγραφέας και σεναριογράφος Ντέιβιντ Λίντερ, που ήρθε μπατίρης πριν 16 χρόνια από το Παρίσι και επέλεξε να μείνει στο «Chelsea», γιατί πολύ απλά το ξενοδοχείο δεν απαιτούσε πίστωση. Τύποι σαν τον Λίντερ προσθέτουν ακόμη μία εσάνς δημιουργικής εκκεντρικότητας στο χαρακτήρα του ξενοδοχείου. «Θεωρώ σπίτι μου αυτό το ξενοδοχείο, αλλά δεν με πολυαπασχολεί η “ενέργεια” του κτιρίου. Σε αυτό το σημείο της ζωής μου, αν δεν μπορώ να παράγω γράψιμο όπου κι αν βρίσκομαι, την έχω πατήσει».
Κι άλλες πεσιμιστικές αλήθειες που αναμένεις να ακούσεις από έναν κυνικό (ημιαπασχολημένο) συγγραφέα του περιθωρίου, που δεν τα παρατάει και γράφει μόνο μετά τα μεσάνυχτα, αφού έχει ολοκληρώσει ευλαβικά το καθημερινό πρόγραμμά του: «Ανάγνωση εφημερίδων και βιβλίων το μεσημέρι στο λόμπι (στην ίδια πάντα πολυθρόνα, κάτω από ένα τεράστιο ζωγραφικό πορτρέτο ενός αλόγου), σπορ στην τηλεόραση μέχρι τις 21: 00 το βράδυ, επίσκεψη κάποιου φίλου στο δωμάτιό μου και μετά τα μεσάνυχτα αρχίζει το γράψιμο μέχρι το πρωί».
Ένας άλλος μόνιμος ένοικος, ο ζωγράφος Ρόμπερτ Λάμπερτ, δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποιου είδους καλλιτεχνική κοινότητα στο ξενοδοχείο. «O καθένας παράγει ανεξάρτητα το έργο του. Υπάρχουν επιτυχημένοι καλλιτέχνες που ζουν εδώ και κάποιοι σαν εμένα που τα βγάζουν πέρα πολύ δύσκολα», εξηγεί ο Λάμπερτ που ζωγραφίζει και κοιμάται στον ίδιο χώρο, στα 25 τ.μ. του δωματίου του. Παραδέχεται ότι η ιστορία του ξενοδοχείου έχει επηρεάσει σε ένα βαθμό το έργο του. «Δεν μπορείς να μην είσαι παραγωγικός εδώ μέσα», εξηγεί. Έργα του Λάμπερτ που απεικονίζουν τους Σιντ Βίσιους και Λέοναρντ Κοέν είναι αναρτημένα στους τοίχους του ξενοδοχείου.
Oι τελευταίοι του είδους τους
Κάποτε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η διεύθυνση δεχόταν συχνά έργα τέχνης ως τρόπο αποπληρωμής και τα χρησιμοποιούσε έπειτα για τη διακόσμηση του κτιρίου. Σήμερα αυτοί οι μέθοδοι θεωρούνται αδιανόητες. Το 2007, ο Στάνλεϊ Μπαρντ, ο αγαπημένος μάνατζερ του ξενοδοχείου για 50 χρόνια, εξοστρακίστηκε από μια νέα σκληροπυρηνική πολιτική. Τα ενοίκια αυξήθηκαν, οι καλλιτέχνες άρχισαν να φεύγουν. Εξαργυρώνεται, πλέον, η φήμη του ξενοδοχείου για να προσελκυστούν τουρίστες. Πλέον είναι ορατός ο κίνδυνος να μετατραπεί σε boutique hotel.
Oι μόνιμοι ένοικοι αποσύρονται σταδιακά χωρίς να αντικαθίστανται από νέα συμβόλαια αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τη νέα πολιτική, οι επισκέπτες θα πληρώνουν με τη νύχτα. Τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια καταργούνται και αντικαθίστανται από 25ήμερες συμβάσεις ενοικίου. Όταν οι μόνιμες κατοικίες αδειάζουν, συνήθως μετά το θάνατο κάποιου μόνιμου ενοίκου, η διοίκηση τις μετατρέπει σε κερδοφόρα δωμάτια βραχύχρονης ενοικίασης.
«Αν κοιτάς να βγάλεις χρήματα, αυτόν το δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις», παραδέχεται ο Τζέρι Γουάινστιν, που εργάζεται 30 χρόνια στο ξενοδοχείο. Θυμάται ότι πριν από 20 χρόνια, σε κάθε σημαντικά εγκαίνια εκθέσεων τέχνης στη Νέα Υόρκη, οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι χρωστούσαν χρήματα στο «Chelsea». Η διοίκηση ήταν ελαστική με την πιστή καλλιτεχνική πελατεία της. Θυμάται ότι σε μία από τις πρώτες βάρδιες του ως υπαλλήλου ρεσεψιόν ένας άντρας έπεσε (ή πήδηξε) από τον ένατο όροφο στο κέντρο της εσωτερικής σιδερένιας βικτοριανής σκαλωσιάς του κτιρίου, ακριβώς μπροστά από το λόμπι.
Θύμα της νέας πολιτικής είναι και ο 32χρονος πολυπράγμων multi-media καλλιτέχνης Σαμ Μπάσετ, του οποίου το συμβόλαιο έληξε τον περασμένο Oκτώβριο και δεν ανανεώθηκε. Η διετής διαμονή του στο ρετιρέ του ξενοδοχείου ολοκληρώνεται άδοξα, αν και ήταν πάντα συνεπής στην πληρωμή του ενοικίου – 7.500 δολάρια το μήνα. O τελευταίος ένοικος που του επιτράπηκε να ζήσει για μεγάλο διάστημα στο ξενοδοχείο.
Τώρα η διοίκηση έχει άλλα σχέδια. Φημολογείται ότι προγραμματίζει να μετατρέψει το ρετιρέ, πρώην κατοικία της κινηματογραφίστριας Σίρλεϊ Κλαρκ, σε roof bar. O Μπάσετ έχει κοσμήσει το ξενοδοχείο με εφήμερα σχέδια φτιαγμένα από κολλητική ταινία («γλυπτική κολλητικής ταινίας», όπως την ονομάζει), ενώ πρόλαβε να ολοκληρώσει τρία ντοκιμαντέρ που εστιάζουν σε τρεις ήρωες του ξενοδοχείου: τον πρώην μάνατζερ Στάνλεϊ Μπαρτ και τις καλλιτέχνιδες Μπετίνα Γκρόσμαν και Στόρμι Ντελαρβερί, γνωστές κυρίως με τα μικρά τους, Μπετίνα και Στόρμι αντίστοιχα.
Η Μπετίνα δραστηριοποιήθηκε κυρίως στα ’60s και ’70s και έχει τη φήμη της πιο όμορφης γυναίκας που έζησε ποτέ στο ξενοδοχείο. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια ζει απομονωμένη στο δωμάτιό της. Η επικοινωνία μου μαζί της ήταν σύντομη. Δέχτηκε να τη φωτογραφίσω, αλλά δεν είχε διάθεση για κουβεντούλα. Σε αντίθεση με τη Στόρμι Ντελαρβερί, την 90χρονη πρώην τζαζ τραγουδίστρια και «drag king» (συνήθιζε να ντύνεται άντρας), με την οποία είχα εγκάρδια επαφή.
Η Στόρμι δεν θυμάται τον αριθμό του δωματίου της, έπρεπε να ρωτήσει τον πορτιέρη, ζει 35 χρόνια στο 728. Προτιμά να ασχοληθεί με τη φωτογραφική μηχανή μου, παρά να μιλήσει για το παρελθόν. Το 1969 η Στόρμι γρονθοκόπησε έναν αστυνομικό, γεγονός που πυροδότησε, ουσιαστικά, την εξέγερση του Στόουνγουολ το 1969. «Γλυκέ μου, δεν ζω στο παρελθόν. Ό,τι έπρεπε να γίνει έγινε. Και οι άνθρωποι απέκτησαν τα δικαιώματά τους». Η επιδρομή αστυνομικών στο Στόουνγουολ, που εξελίχθηκε σε τριήμερη εξέγερση στη Νέα Υόρκη, θεωρείται το γεγονός που εξασφάλισε τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και η Στόρμι θεωρείται σήμερα μπροστάρισσα των αγώνων.
ΥΓ.: in memoriam
Αρχές Ιανουαρίου, φτάνει στο e-mail μου ένα μήνυμα από την κόρη του Βίλεμ Βαν Ες που με ενημερώνει για τον ξαφνικό θάνατό του, παραμονή Χριστουγέννων, από καρδιακή προσβολή πάνω σε πτήση από τη Νέα Υόρκη προς το Άμστερνταμ. Είχαν περάσει μόλις δύο μήνες από τη στιγμή που τον πρωτογνώρισα. Είχαμε ανανεώσει το ραντεβού μας για νέα φωτογράφηση στο σκάφος του, όταν θα ολοκλήρωνε κάποιες επισκευές. Ένας ταραξίας μέχρι το τέλος, ανάγκασε την πτήση του να κάνει αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο «Μπάνγκορ» της πολιτείας Μέιν. Ένα συμβάν που θα απολάμβανε να το διηγείται σαν μια καλή ιστορία.
«Ήταν και επαρχιωτόπουλο και κοσμοπολίτης, Μορίς Σεβαλιέ και Τζακ Νίκολσον, ένας μοναδικός χαρακτήρας», γράφει ένας φίλος του στη μνημειακή ιστοσελίδα που στήθηκε μετά το θάνατό του. «Το αγαπημένο του μέρος ήταν το “Chelsea Hotel” και έκανε τα πάντα για να το διατηρεί εκκεντρικό και φιλικό. Η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή», θυμάται ένας άλλος. Την 1η Μαρτίου θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση από την οικογένεια και τους φίλους του προς τιμήν ενός από τους τελευταίους μόνιμους ενοίκους ενός ιδιαίτερου χώρου της αμερικανικής ιστορίας, του «Chelsea Hotel».

«Chelsea hotel»  - Τελος εποχής για ένα θρύλο
Το «Chelsea Hotel» κινδυνεύει πλέον να χάσει τον μποέμικο παλμό που διατηρούσε για έναν αιώνα. Αρχικά σχεδιάστηκε ως ένα συγκρότημα πολυτελών διαμερισμάτων και ήταν ένα από τα ψηλότερα κτίρια της Νέας Υόρκης όταν χτίστηκε, το 1883. Μετατράπηκε σε ξενοδοχείο το 1905 και σε ένα δημοφιλή προορισμό για μουσικούς, ζωγράφους και ανθρώπους των γραμμάτων.
Ποιητές, πανκ, ζωγράφοι, τζάνκια, drag queens, όλοι τους ήταν ευπρόσδεκτοι στο «Chelsea Hotel». Κάτω από τη στέγη του οποίου ο Τζακ Κέρουακ έγραψε το «Στο δρόμο», ενώ ο Γουίλιαμ Μπάροους το «Γυμνό γεύμα». O Άντι Γουόρχολ κινηματογράφησε το «Chelsea girls», ενώ μια μούσα του, ηΈντι Σέντγουικ, έβαλε φωτιά στο δωμάτιό της. Στο λόμπι ο Λέοναρντ Κοέν γνώρισε την Τζάνις Τζόπλιν, μια σύντομη ερωτική συνεύρεση χάριν της οποίας έγραψε ο Καναδός τροβαδούρος το «Chelsea Hotel no. 2» (τον περασμένο Oκτώβριο, μάλιστα, αναρτήθηκε τιμητική πλακέτα στην είσοδο για τα 75χρονα του Κοέν).
O Τζίμι Χέντριξ έκανε πρόβες εκεί, ενώ το «Chelsea morning» της Τζόνι Μίτσελ έδωσε στην οικογένεια Κλίντον το όνομα της κόρης τους. «Δεν αποτελεί μέρος της Αμερικής», έγραφε για το «Chelsea Hotel» ο Άρθουρ Μίλερ, που έζησε αρκετά χρόνια στο ξενοδοχείο. «Oι ηλεκτρικές σκούπες είναι απούσες, όπως επίσης οι κανόνες, το αποδεκτό μέτρο γούστου και η αίσθηση ντροπής».
TAXΥΔΡΟΜΟΣ
www.tanea.gr

No comments: