ΥΣΤΕΡΑ από 39 συνεχόμενα βράδια ξημέρωσε. Ξημέρωσε ένα βράδυ, σκέτο καλώδιο. Φυγαδευμένη νύχτα, και υγρασίες, τα σαλιγκάρια στους τοίχους. Αρωματική παρέλαση. Των φόβων, πληθυντικός αριθμός. Σαπουνίζαμε τις ζωές μας στο πάτωμα. Μ' ένα μπουκάλι κρασί. Αντε, να πιεις τον πόνο σου. Αντε, να πιω τον δικό μου. Είναι καιρός, ήρθε.
Ο χρόνος και η σκιά του. Επεφτε κάθετα. Ο ημιτελής, δίδυμος πόνος. Των ανθρώπων. Εκείνο το μπρούντζινο ποίημα του Παπατσώνη.
Τα μαλλιά σου ήταν γεμάτα ελιές. Ετσι όπως φυσούσε ο αέρας μέσα, από τη μια σκούρο πράσινο, από την άλλη ασημί της θάλασσας με φεγγάρι, άλλαζαν διαρκώς πρόσωπο, αφήνοντας τα αβγά τους παντού. Ενα δάσος μαλλιών γεμάτο άγριο λάδι κάρπιζε μπροστά στα μάτια μου. Ο,τι μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να δει ήταν ελιές. Αρχαίες ελιές που τρυπούσαν το ταβάνι και γίνονταν κουρτίνες αυλαίας.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ μούσκευε τα κόκαλα. Επέστρεφε τα νερά της με γενναιοδωρία. Πέταξα τα δάχτυλά μου στα σκουπίδια. Είχανε πάρει φως. Τα δίπλωσα προσεκτικά σε μια χαρτοπετσέτα· για την επόμενη ανακύκλωση ζωών που είχαν βαρεθεί να πεθαίνουν και ανέπνεαν. Είχες τη λίμνη με τα νούφαρα, του Μονέ, μέσα σου. Επρεπε κάπου να τη δώσω. Θα πλημμυρίζαμε. Στάθηκα μπροστά στο παγκόσμιο τραύμα, το κοίταξα. Είδα τη λύπη να κατεβαίνει. Αργά. Πρώτη φορά κάτω απ' τα δάχτυλά μου, ο όλεθρος -ένας διακοσμητικός θάνατος. Πρώτη φορά να μην ξέρω για τις αλχημείες της νύχτας.
ΤΕΛΙΚΑ βλέπεις μόνο τον εαυτό σου στον άλλο: Ενα εγώ ανάμεσα σε στάχυα που έχασε το οπτικό του πεδίο. Αποδέχομαι αυτόν τον θρίαμβο της ήττας. Αυτή την άψογη ματαίωση. Πόσο δύσκολο είναι να δεις αυτό που βρίσκεται κάτω απ' τα μάτια σου; Πόσο δύσκολα το αναγνωρίζεις; Φυσάς και περνάει. Μετά λες, το ήξερα. Και μετράς σταυρούς.
Δεν μπορεί σε κανένα αντίο να μην κρύβεται μια σπίθα καλωσορίσματος. Αρκεί να τελειώνουμε με τους ορισμούς και τις βεβαιότητες. Να τελειώνουμε. Το λέει η νύχτα που ξέρει. Που έχει καλύτερη θέα στις ερμηνείες.
ΠΑΜΕ μια εκδρομή, πάμε. Σαν εκείνες τις σχολικές ετήσιες με τα πουλμανάκια και τους δασκάλους. Με κείνα τα εκ προμελέτης χαμόγελα που σημάδευαν βαθιά μέσα. Να τρέχουνε βράδια κλειδωμένα πάνω μας κι εμείς στη μηχανή, αναμμένα βλέμματα. Να μην ξημερώνει ποτέ. Να βαραίνει η αγρύπνια στα βλέφαρα, αγέρωχο κόσμημα. Και να βρέχει. Χωρίς διάλειμμα. Και να κυλάει η βροχή πάνω μας, αρχαίο ποτάμι -άλλος Ηριδανός. Και να φιλάω τη βροχή. Στα ρυάκια των ματιών σου.
Να μ' αναπνέεις. Μέχρι το τέλος της βροχής. Το τέλος τής επιτέλους νύχτας. Να μ' αναπνέεις.
No comments:
Post a Comment